Είναι πολλοί εκείνοι που αποδίδουν τα τεράστια ελλείμματα
της αστικής τάξης στην Ελλάδα στο μεταπρατικό πνεύμα των κατοίκων της. Οι
Ελληνες, λένε, δεν ήταν ποτέ παραγωγοί· από την αρχαιότητα είναι έμποροι. Αυτή
η θεωρία μπάζει από παντού, αλλά ακόμη και αν πιστέψουμε ότι το εμπόριο είναι
γονιδιακό χαρακτηριστικό των Ελλήνων, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι
επιτυχημένοι επιχειρηματίες του παρελθόντος (μεταξύ αυτών και έμποροι) ήταν του
εξωτερικού, ή έστω προσανατολισμένοι στο εξωτερικό. Σήμερα, αν εξαιρέσουμε τους
εφοπλιστές, η συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής αστικής τάξης είναι
εσωστρεφής· κοιτάζει πώς θα τα βολέψει οίκαδε, αντί να προσπαθεί να ανοιχτεί
στον διεθνή ανταγωνισμό.
ή έμφυτες ροπές. Εχει να κάνει με τη διάρθρωση της οικονομίας, ειδικά μετά τον
Πόλεμο. Οι ελληνικές επιχειρήσεις υπήρξαν είτε προστατευόμενες από τον διεθνή
ανταγωνισμό είτε ποικιλοτρόπως επιδοτούμενες. Η στρέβλωση της ελληνικής
οικονομίας είναι το μεγάλο κράτος που λειτουργούσε ως μαύρη τρύπα που καταπίνει
και επιχειρηματικές δεξιότητες. Είναι απλό: όταν ο μεγαλύτερος πελάτης μιας
οικονομίας είναι το κράτος, κανείς επιχειρηματίας δεν θα κερδίσει λειτουργώντας
για την αγορά. Το συγκριτικό πλεονέκτημα των περισσότερων «επιτυχημένων»
ελληνικών επιχειρήσεων ήταν οι γνωριμίες με τους εκάστοτε υπουργούς και ουχί η
αυξημένη παραγωγικότητα ή η καινοτομία. Με το βαρύ και ασήκωτο κράτος στο
επίκεντρο της οικονομικής δραστηριότητας, λειτουργούσε μια παραλλαγή του νόμου
του Γκρίσαμ: οι κακές επιχειρήσεις έδιωχναν τις καλές. Δεν μπορούσε να υπάρξει
ανταγωνισμός. Υπήρχαν εκείνοι που είχαν μεράκι, κι εκείνοι που «είχαν τις
άκρες». Τα προβλήματα των δεύτερων «ρυθμίζονταν» (συνήθως μετά τα μεσάνυχτα στη
Βουλή) και οι πρώτοι –στην καλύτερη περίπτωση– πάλευαν ως Σίσυφοι με τη
γραφειοκρατία. Οι «ατσίδες», φυσικά, κέρδισαν· έφτιαξαν τη νέα «αστική τάξη»
της χώρας.