Πρέπει να μιλάμε για τον κόσμο που έρχεται, όχι για τα κουτσομπολιά
Ζούμε σε μία εποχή με πολλές δυνατότητες. Η χώρα, όμως, δεν συζητά, ως όφειλε, για τη στρατηγική, για το πώς θέλει να είναι το μέλλον της καθώς και η θέση της στο διεθνές πολιτικό σύστημα, στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και διπλωματίας. Αντίθετα, εξαντλείται στη μικροπολιτική, ενώ λείπει η απαραίτητη σοβαρότητα.
Η Ελλάδα έχει ισχυρό πρόβλημα προσανατολισμού, έλλειψη σχεδίου για το μέλλον. Οι ελίτ και κυρίαρχες ομάδες της υπολείπονται των απαιτήσεων της εποχής. Κινούνται φοβισμένες στο διεθνές περιβάλλον. Είναι άτολμες, χωρίς θάρρος, απέναντι στις μεγάλες απαιτήσεις των καιρών. Απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό η αίσθηση της ευθύνης καθώς και η απαιτούμενη παιδεία. Δεν κατανοούν με επάρκεια τον χαρακτήρα της εποχής μας.
Η εποχή μας είναι «η εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης», ή «η δεύτερη εποχή των μηχανών» ή, κατά τους Ιάπωνες, η εποχή της «πέμπτης κοινωνίας». Ανεξάρτητα του προσδιορισμού, είναι μια εποχή γρήγορων τεχνολογικών αλμάτων, που όλο και περισσότερο αντιγράφουν τις ιδιότητες της φύσης, διαδίδονται με μεγάλη ταχύτητα και αποκτούν μαζική χρήση. Στην εποχή μας, έχουμε τη δυνατότητα να βγούμε από τη «φυλακή του χρέους» και να διαμορφώσουμε ένα νέο αναπτυξιακό παράδειγμα, αρκεί να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις του τόπου που ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο. Στο επίκεντρο ενός τέτοιου παραδείγματος θα είναι ο άνθρωπος, γνώστης και, ταυτόχρονα, φορέας των νέων τεχνολογιών, η αύξηση της παραγωγικότητας, η ενίσχυση του πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας, η αντιμετώπιση των απαιτήσεων της οικολογίας.
Οι νέες τεχνολογίες, ιδιαίτερα στις φυσικές και βιολογικές επιστήμες, δίνουν τη δυνατότητα σε μία χώρα όπως είναι η Ελλάδα, (α) να παρακάμψει ορισμένες φάσεις ανάπτυξης ώστε να βρεθεί σχετικά γρήγορα από τις «πίσω» κατηγορίες ανάπτυξης στις «πάνω». (β) Ακόμα, να επιλέξει ανάμεσα στους δέκα εν δυνάμει δρόμους ανάπτυξης εκείνον που οδηγεί σε μια οικονομία υψηλής ειδίκευσης με σχετικά μεγάλα εισοδήματα. Αυτό τον δρόμο τον βλέπουμε να ακολουθούν σε ένα βαθμό σχετικά μικρά κράτη όπως είναι η Εσθονία και η Σιγκαπούρη.
Η προώθηση των πιο πάνω, σημαίνει σύγκρουση με αυτό που ονόμασα ως «Κοινωνία της Συνενοχής» των πάνω με τους κάτω με κύρια ευθύνη, ασφαλώς, των πρώτων. Συνειδητοποίηση του ότι εάν δεν αλλάξει η χώρα ρότα κινδυνεύει να επανέλθει σε τροχιά κάμψης και υποβάθμισης στο διεθνές σύστημα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ενταχθεί, όπως είχα επισημάνει πριν 20 χρόνια, στην ομάδα των κρατών που υποχωρούν στα νέα διεθνή πλαίσια αφού δεν αξιοποιούν συνειδητά τις νέες δυνατότητες της εποχής μας.
Για να αναπτυχθεί η χώρα, χρειάζεται να αναβαθμιστούν και πάλι τα ζητήματα ηθικής και δημοκρατίας, μόρφωσης και ελευθερίας, δίκαιης κατανομής του πλούτου, αλλά και ισότητας, αποτελεσματικής απόδοσης της δικαιοσύνης. Να αλλάξει το φορολογικό και ελεγκτικό σύστημα και να σταθεροποιηθεί. Να διασφαλίζονται οι κοινωνικές παροχές για τους εργαζομένους. Πρόκειται για «στοιχεία» που όπως απέδειξε ο νομπελίστας Αμάτια Σεν είναι απαραίτητα τόσο για την επίτευξη της «καλής κοινωνίας», όσο και για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και κατά προέκταση της ίδιας της οικονομίας.
Προκειμένου να αναπτυχθεί η Ελλάδα σε έναν δρόμο στον οποίο θα προωθούνται τα απαραίτητα τεχνολογικά, κοινωνικά και οικονομικά άλματα, χρειάζεται δίπλα στους δημοκρατικούς θεσμούς και την κουλτούρα του διαλόγου, ένα καλό εκπαιδευτικό σύστημα. Ένα σύστημα τεχνολογικά εξοπλισμένο και με υποδομές, ιδιαίτερα σε ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες. Σε πολλά ελληνικά πανεπιστήμια μέσα στην κρίση περιορίστηκαν οι συνδρομές σε ηλεκτρονικά περιοδικά, απαραίτητο εργαλείο για τη διαμόρφωση νέων επιστημόνων ποιότητας. Επίσης, επάρκεια υποδομών που θα καθιστούν τη νέα γενιά γνώστη στη χρήση νέων τεχνολογιών.
Είναι απαραίτητο, ακόμα, να ιδρυθούν και λειτουργήσουν τριτοβάθμιες σχολές ειδίκευσης στις νέες τεχνολογίες και σε συνδυασμούς με αυτές, όπως νανοτεχνολογία, βιοχημικές, ρομποτική. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τεθεί τέρμα στις επιπόλαιες επιλογές που έγιναν εδώ και δεκαετίες και οδήγησαν στη δημιουργία διάσπαρτων σχολών μικρού κόστους που δεν συνδέονται, όμως, με τις παραγωγικές ανάγκες ανασυγκρότησης της Ελλάδας και τη διασφάλιση του μέλλοντος της.
Δίπλα στις σχολές νέων τεχνολογιών θα πρέπει να δημιουργούνται «παραγωγικά στεφάνια», δηλαδή, μονάδες παραγωγής εργαλείων, μηχανών, υπηρεσιών που συνδέονται με αυτές τις τεχνολογίες και ΑΕΙ. Επί παραδείγματι στα Ιωάννινα μπορεί να δημιουργηθεί ένα τέτοιο στεφάνι για ιατρικά εργαλεία και υπηρεσίες. Στην Κρήτη και τη Λακωνία, για επιστήμες της Βιολογίας και άλλες επιστήμες συνδεόμενες με την αγροτική παραγωγή υψηλής ειδίκευσης και τυποποίησης καθώς και τουρισμού συνολικά. Ένας τέτοιος προσανατολισμός απαιτεί την πανελλαδικά κατάλληλη υποδομή σε γρήγορο ίντερνετ, ίντερνετ των πραγμάτων, μέσα συγκοινωνίας κοκ. Ακόμα, την εκπαίδευση στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών προκειμένου να ανακυκλώνονται όλα τα είδη απόβλητων και να αξιοποιείται κάθε μορφή παραγωγής ενέργειας (από αέρα, ήλιο, κύματα) που μας δίνει η Φύση, την οποία θα σεβόμαστε και θα φροντίζουμε.
Το ερώτημα που προκύπτει, είναι γιατί σε άλλες χώρες πραγματοποιούνται τέτοια τεχνολογικά άλματα και όχι σε άλλες, όπως στην πατρίδα μας; Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι σε χώρες με δυσλειτουργικό πολιτικο σύστημα είναι αδύνατο να συμβεί αυτό, όπως, εξάλλου και σε όλες στις οποίες αναμένεται παθητικά το δήθεν «αόρατο χέρι της αγοράς» να κάνει και «θαύματα αόρατου τύπου». Ιδιαίτερα εάν κυριαρχούν σε αυτές ολιγαρχικές ελίτ «παλιού τύπου» που κρατάνε το σύστημα κλειστό και αν δεν υπάρχουν ποιοτικές λειτουργίες και χωρητικότητες στον δημόσιο τομέα.
Στην Ελλάδα παλιά οι ελίτ της χώρας, πολιτικοί, πανεπιστημιακοί, ορισμένοι επιχειρηματίες, καλλιτέχνες είχαν μια σχετική επάρκεια μόρφωσης. Γνώριζαν τους σύγχρονους προβληματισμούς, ταξιδεύαν, συνέλεγαν πολιτική πείρα. Σήμερα μπορεί να διαθέτει η χώρα περισσότερους ταλαντούχους και χαρισματικούς πολίτες, αλλά συχνά, πέραν της ειδίκευσής τους δεν φαίνεται να διαθέτουν την απαιτούμενη ευρύτητα και βάθος Παιδείας. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που προκύπτει και εξαιτίας του γεγονότος ότι η δημόσια σφαίρα δεν είναι ελκυστική και ο δημόσιος διάλογος αποξενωμένος από τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας.
Σήμερα είναι αναγκαίο ο δημόσιος διάλογος να στραφεί στα πραγματικά προβλήματα της γεωπολιτικής, της ανάπτυξης και της εφαρμογής νέων τεχνολογιών, της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιότητας. Ενώ εξίσου αναγκαία είναι η αναβάθμιση της ποιότητας των συζητήσεων, η εσπευσμένη μετακίνηση από το κουτσομπολιό στην ουσία.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ