Συνεχίζει το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων την προσπάθεια ενημέρωσης του κοινού για τον κορωνοϊό.
Σήμερα, ο καθηγητής Παθολογίας Χαράλαμπος Μηλιώνης και ο Αναπληρωτής καθηγητής Πνευμονολογίας Κωνσταντίνος Κωστίκας αναφέρονται στους ασυμπτωματικούς φορείς του ιού και στο πώς μεταδίδεται ο ιός από αυτούς:
– Για πόσο καιρό οι ασυμπτωματικοί φορείς του νέου κορωνοϊού μπορεί να μολύνουν άλλους;
Οι ερευνητές εντείνουν συνεχώς τις προσπάθειές τους να εκτιμήσουν όσο ακριβέστερα γίνεται τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού Covid-19 από άτομα που είναι φαινομενικά υγιή.
Ένα από τα δυσκολότερα θέματα της λοίμωξης με το νέο κορωνοϊό είναι το εύρος της συμπτωματολογίας. Χιλιάδες συνάνθρωποί μας είτε νοσούν βαριά είτε έχουν χάσει τη ζωή τους. Ωστόσο, ένας μη προσδιορίσιμος αριθμός ατόμων μέχρι τώρα παρά το γεγονός ότι έχει μολυνθεί δεν εκδηλώνει συμπτώματα. Τα άτομα αυτά ονομάζονται «ασυμπτωματικοί φορείς» της νόσου και είτε δεν εκδηλώνουν καθόλου συμπτώματα είτε αυτά είναι τόσο ήπια που διαδράμουν απαρατήρητα καθώς δεν είναι χαρακτηριστικά για τον Covid-19. Όπως στις περισσότερες λοιμώξεις το εύρος των συμπτωμάτων είναι από πολύ βαριά έως τελείως χωρίς συμπτώματα.
– Ποιο είναι το πραγματικό ποσοστό των ασυμπτωματικών φορέων του νέου κορωνοϊού;
Δυστυχώς αυτό δεν είναι γνωστό μέχρι σήμερα. Ούτε είναι σαφές σε ποιο βαθμό αυτά τα ασυμπτωματικά άτομα συνεισφέρουν στην εξάπλωση της πανδημίας, αν και προκαταρτικά αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι μάλλον διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διασπορά της λοίμωξης από τον Covid-19. Επίσης, δεν είναι γνωστό πόσο καιρό αυτοί οι φορείς μπορεί να συνεχίζουν να είναι μεταδοτικοί για τη νόσο.
Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι θα ήταν καλύτερα να συμπεριφερόμαστε ως δυνητικά ασυμπτωματικοί φορείς του ιού και να ακολουθούμε τις συστάσεις για την πρόληψη της μετάδοσης.
-Πότε τα άτομα με λοίμωξη από τον ιό Covid-19 μεταδίδουν περισσότερο;
Το CDC (Centers for Disease Control and Prevention) θεωρεί ότι τα άτομα που έχουν μολυνθεί από τον ιό Covid-19 είναι στο μέγιστο της μεταδοτικότητας της νόσου όταν εμφανίζουν την ‘κορύφωση’ των συμπτωμάτων τους. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα είναι περισσότερο μολυσματικά κατά τις ημέρες που αισθάνονται χειρότερα και αυτό περιλαμβάνει συμπτώματα όπως ο επίμονος ξηρός βήχας ή ο πυρετός. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τότε μόνο είναι μεταδοτικοί. Πράγματι, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ασθενείς αποβάλλουν τον ιό κατά την περίοδο της επώασης (δηλαδή πριν εμφανίσουν συμπτώματα) που είναι γενικά 2-14 ημέρες μετά την αρχική τους έκθεση. Ένα πρόσφατο μοντέλο εκτίμησης της νόσου δείχνει ότι ο μέσος χρόνος επώασης είναι 5 ημέρες και ότι το 98% των ατόμων εμφανίζουν συμπτώματα 11,5 ημέρες μετά από την έκθεση.
-Οι ασθενείς με Covid-19 συνεχίζουν να ‘αποβάλλουν’ τον ιό και μετά την εξαφάνιση των συμπτωμάτων;
Φαίνεται πως αυτό ισχύει. Γενικά, τα άτομα που νόσησαν από τον Covid-19 πρέπει να παραμένουν σε απομόνωση για τουλάχιστον τρεις ημέρες αφού έχει αναρρώσει και μία τουλάχιστον εβδομάδα από την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Ωστόσο, οι 14 ημέρες από την εμφάνιση των συμπτωμάτων φαίνεται ότι είναι ασφαλέστερο όριο.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα παιδιά είναι συχνά ασυμπτωματικοί φορείς του Covid-19 και μπορεί έτσι να αποτελέσουν σημαντική πηγή κινδύνου στα άτομα του κοντινού τους περιβάλλοντος.
Γενικά ισχύει ότι όσο μεγαλύτερη η διάρκεια της επαφής, όσο στενότερη είναι η επαφή, όσο μειωμένη είναι η άμυνα του οργανισμού τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να νοσήσουμε.
Στις επόμενες ημέρες και εβδομάδες τα αποτελέσματα των μελετών από την Κίνα, τη Νότια Κορέα, την Ευρώπη και την Αμερική θα μας δώσουν περισσότερες πληροφορίες και στοιχεία για να κατανοήσουμε περισσότερο την ‘ασυμπτωματική μετάδοση’ του Covid-19. Ωστόσο, τέτοιου είδους στοιχεία θα έρθουν κυρίως με τη γενίκευση της ανίχνευσης του ιού στο γενικό πληθυσμό, κάτι που είναι ποικιλοτρόπως δύσκολο στην εφαρμογή του.
Για την ώρα, δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε πόσοι είναι οι ασυμπτωματικοί φορείς και για πόσο καιρό είναι μεταδοτικοί για τους άλλους. Για το λόγο αυτό τα μέτρα περιορισμού είναι αναγκαία. Είναι σημαντικό να είμαστε προσεκτικοί και να αποφεύγουμε τις στενές επαφές με άτομα και να μην θεωρούμε δεδομένο ότι κάποιος που δεν έχει συμπτώματα ότι δεν μπορεί να μεταδίδει τη νόσο.