Στέφανος Μάνος
Πριν από δύο εβδομάδες έγραψα στην «Κ» της Κυριακής για «Εκρηκτική αποφασιστικότητα». Ηταν μια κροτίδα τζούφια. Μηδενική αντίδραση της κυβέρνησης. Κανείς δεν αντέδρασε. Δεν επικρότησαν, δεν επέκριναν. Απλώς αδιαφορία. «Θα περάσει και αυτό, θα ξεχαστεί».
Οι στήλες της «Κ» δεν προσφέρονται βέβαια για την έκφραση των αισθημάτων μου. Αγωνίζομαι, σας βεβαιώνω, εδώ και σαράντα χρόνια, για να προοδεύσει η Ελλάδα. Για να διασφαλιστούν συνθήκες που να επιτρέπουν στους νέους ανθρώπους, αγόρια και κορίτσια, να βλέπουν το μέλλον με αισιοδοξία. Να θέλουν να φτιάξουν τη ζωή τους εδώ και όχι ξενιτεμένοι. Με πιάνει λοιπόν κατάθλιψη όταν διαπιστώνω ότι επικρατεί στην κοινωνία η νοοτροπία της ακινησίας. Καλύτερα ακίνητοι, καλύτερα να μην αλλάξει τίποτε, μήπως η αλλαγή μάς βλάψει. Η πολιτική ηγεσία, έρμαιο δυστυχώς των δημοσκοπήσεων, επιλέγει να μην ταράξει τις κεντρικές πεποιθήσεις της ακίνητης κοινωνίας. Και έτσι, σιγά σιγά, σκαλί σκαλί, κατεβαίνουμε στα ασήμαντα της Ιστορίας.
Στην «Εκρηκτική αποφασιστικότητα» αναφέρθηκα στην τεράστια διόγκωση του δημοσίου τομέα και παρατήρησα ότι με εξέπληξε το γεγονός ότι η Εκθεση Πισσαρίδη – Βέττα δεν αναφέρεται σε αυτό. Ισως διότι δεν ήθελε να στενοχωρήσει την κυβέρνηση, και συγκεκριμένα τον πρωθυπουργό, που είχε επαγγελθεί τη μη απόλυση ουδενός δημοσίου υπαλλήλου. Ακόμη και για βαρέα παραπτώματα;
Σε ένα γλαφυρό άρθρο ο Βαγγέλης Μανδραβέλης έγραψε στο Capital.gr για τον «Κλειδούχο του ΟΣΕ» που επιτρέπει χειροκίνητα (!) την είσοδο των τρένων στον σταθμό Θεσσαλονίκης. Επενδύθηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για να πηγαίνει ηλεκτροκίνητα και λίγο πιο γρήγορα το τρένο από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Εντούτοις, στην είσοδο της Θεσσαλονίκης ο κλειδούχος τις τελευταίες ημέρες απουσίαζε και έτσι το τρένο, με τους επιβάτες όρθιους, περίμενε περί τα 30 λεπτά τον κλειδούχο ώσπου να βρεθεί. Τον έψαχνε με SMS ο μηχανοδηγός. Καλοκαίρι βλέπετε, άδειες, το ατιμώρητο, τι τον νοιάζει!
Την ίδια μέρα που έγραφα στην «Καθημερινή» για «Εκρηκτική αποφασιστικότητα», ο Γιάννης Μαρίνος στο «Βήμα» θύμισε τα λόγια του Ελευθερίου Βενιζέλου τον Μάιο του 1930: «Πρώτη στη μέριμνα της κυβερνήσεώς μου θα είναι η πραγματοποίηση όλων των δυνατών οικονομιών, κυρίως με τη μείωση της πληθώρας των δημοσίων υπαλλήλων».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ναι, ο Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, σε άρθρο του στο «Βήμα» της 25.10.1987 έγραφε: «Τη διόγκωση του δημοσίου τομέα δεν τη δημιουργήσαμε εμείς οι σοσιαλιστές, τη δημιούργησαν οι συνταγματάρχες. Οταν ήλθαμε στην εξουσία, το 90% όλων των υπηρεσιών, από τις αεροπορικές γραμμές έως τις τράπεζες και τον ηλεκτρισμό, ήταν κρατικές. Τώρα έχουμε περίπου το διπλάσιο προσωπικό που απαιτείται για να παράγουμε τις απαιτούμενες κρατικές υπηρεσίες».
Αν δεν παρουσιάσεις στον λαό το πρόβλημα, δεν μπορείς να το λύσεις. Ετσι τουλάχιστον πιστεύω. Το έκανα πάντα. Και ο λαός με καταψήφιζε. Και το πρόβλημα παρέμενε.
Αλλά και ο κ. Πισσαρίδης, που έχει αναλάβει μαζί με τον κ. Βέττα και άλλους καθηγητές τη σύνταξη έκθεσης για την οικονομία, έχει παρουσιάσει τις απόψεις του στην «Καθημερινή» σε δύο άρθρα στις 9 και 12.10.2010. Μπορείτε να τα διαβάσετε στην ιστοσελίδα της «Καθημερινής». Είναι πιο σφιχτογραμμένα από την τωρινή έκθεση και, παρά το γεγονός ότι γράφτηκαν πριν από δέκα χρόνια, θα διαπιστώσετε ότι θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί σήμερα. Απόδειξη αυτού που έγραψα στην αρχή: της ικανότητας της κοινωνίας και της συμπράττουσας ηγεσίας της να κρατούν την Ελλάδα σε ακινησία.
Αντιγράφω από τις προτάσεις του κ. Πισσαρίδη του 2010: «Πρόταση 4: Η απασχόληση στον γενικό δημόσιο τομέα μειώνεται διαδοχικά από 1.100.000 σε 700.000 μέχρι το 2015, με πώληση όλων των δημοσίων επιχειρήσεων, και ανακατανέμεται ορθολογικά. Πλεονάζοντες υπάλληλοι αδειοδοτούνται με 80% των αποδοχών για 3 χρόνια, 60% για τα επόμενα δύο. Ατομα άνω των 55 ετών υπόκεινται σε ειδική μεταχείριση. Εκτιμούμε ότι οι αμοιβές στον ευρύτερο δημόσιο τομέα θα μειωθούν κατά 8,6 δισ. ευρώ, επιτρέποντας έτσι στην κυβέρνηση να αυξήσει τους μισθούς όσων παραμένουν».
Τον Οκτώβριο του 1930, 18 μήνες πριν από την πτώχευση της Ελλάδας το 1932, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζητούσε μείωση της πληθώρας των δημοσίων υπαλλήλων. Το 1952, μετά την απελευθέρωση και τον Εμφύλιο, ο Κυριάκος Βαρβαρέσος διαπίστωνε ανισοκατανομή των υπαλλήλων, κομματισμό, διορισμούς υπεραρίθμων, εκτεταμένη γραφειοκρατία, ανεπάρκεια, ανικανότητα κ.ά. Ζητούσε την αποπομπή υπαλλήλων υπαίτιων για κακοδιαχείριση, απολύσεις υπεραρίθμων. Αργότερα, το 1987, στη μέση της δεύτερης πρωθυπουργικής τετραετίας του, ο Ανδρέας Παπανδρέου διαπίστωνε ότι έχουμε διπλάσιο προσωπικό από όσο απαιτείται. Ο κ. Πισσαρίδης, τέλος, πριν από δέκα χρόνια πρότεινε να απομακρυνθούν 400.000 υπάλληλοι.
Περνούν τα χρόνια και τίποτε δεν αλλάζει. Οχι ακριβώς. Οπως είχε προβλέψει ο Ανδρέας Παπανδρέου στο άρθρο του το 1987, καθώς δεν προσελκύουμε ξένες επενδύσεις που θα χρηματοδοτήσουν τη συμμετοχή μας στην τεχνολογική επανάσταση, είμαστε καταδικασμένοι να παραμείνουμε μια τουριστική χώρα. «Οι νέοι μας θα μεταναστεύσουν και θα έχουμε έναν πληθυσμό γερόντων που θα φροντίζει τα ξενοδοχεία». Ο κορωνοϊός μάς εκδικείται. Χτυπάει ό,τι έχει απομείνει: τον τουρισμό και τους γέροντες.
Σε ό,τι με αφορά: Θα επιμείνω στη θέση της εκρηκτικής αποφασιστικότητας. Η εφιαλτική ανεπάρκεια του Δημοσίου πρέπει να αντιμετωπιστεί. Τώρα.
Μπορεί να αναρωτηθείτε για ποιον λόγο αφέθηκε να γίνει υπερτροφικός ο δημόσιος τομέας. Γιατί; Θα καταφύγω στην εξήγηση του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως την καταγράφει στο άρθρο του που ήδη μνημόνευσα: «Αυτοί που εργάζονται στον δημόσιο τομέα είναι οι προνομιούχοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα. Το όνειρο που καλλιεργήθηκε στον μέσο Ελληνα είναι να γίνει μισθωτός υπάλληλος του κράτους. Και αυτό διότι έχουν τους υψηλότερους μισθούς, συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη και καλές διακοπές».
Αυτά τα έγραψε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1987. Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν 33 χρόνια, στα οποία αυξήθηκαν τα προνόμια όσων εργάζονται στον δημόσιο τομέα. Σε όσα ανέφερε ο Παπανδρέου πρέπει να προσθέσετε τη μονιμότητα (ό,τι και αν συμβεί), το ακαταδίωκτο, το ατιμώρητο και άλλα παρόμοια.
Μου έλεγε πριν από ένα μήνα, αγανακτισμένος, ο διευθυντής ενός καταστήματος ηλεκτρικών ειδών: «Με τον κορωνοϊό τσακίστηκα στη δουλειά για να κρατήσω ανοιχτό το μαγαζί. Το προσωπικό, μια ερχόταν, μια όχι, με μειωμένο μισθό. Η γυναίκα μου είναι δημόσιος υπάλληλος. Ετσι και οι τρεις αδελφές της. Τέσσερις μήνες κάθονται σπίτι. Δεν κάνουν τίποτε. Λαμβάνουν όμως όλον τους τον μισθό κανονικά!»
Αν δεν συμμαζευτεί ο δημόσιος τομέας, αν δεν περιοριστεί η δημόσια δαπάνη, δεν θα δούμε προκοπή, ό,τι σχέδια και αν κάνουμε.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή