Άρτεμις Σήφορντ*
Ημουν και εγώ λοιπόν στην περίφημη λίστα.
Θυμίζω ότι το Predator δεν είναι μόνο σύστημα παρακολούθησης κλήσεων αλλά δίνει έλεγχο στην κάμερα και το μικρόφωνο – δηλαδή δυνατότητα ηχογράφησης, λήψης video και φωτογραφιών, ακόμη και των πιο ιδιωτικών και προσωπικών στιγμών ενός θύματος, της οικογένειάς του και των παιδιών του. H παραβίαση της ιδιωτικότητας του θύματος είναι τεράστια και πολύ μεγαλύτερη από παραδοσιακούς τρόπους παρακολούθησης μέσω τηλεφωνικών δικτύων.
Για αυτό και η χρήση τέτοιων λογισμικών είναι χαρακτηριστικό απολυταρχικών καθεστώτων. Το εύρος της συζήτησης για τον ρόλο τους σε δημοκρατικά καθεστώτα κυμαίνεται από επικλήσεις για απόλυτη απαγόρευση, μέχρι επιχειρήματα ότι θα πρέπει να επιτρέπεται η χρήση τους κάτω από προσεκτικούς ελέγχους ενάντια σε σοβαρούς εγκληματίες, ξένους πράκτορες εχθρικών δυνάμεων και τρομοκράτες.
Oταν μαθαίνεις ότι πιθανόν έχεις πέσει θύμα μιας τέτοιας υπόθεσης, το πρώτο συναίσθημα που βιώνεις είναι η απορία. Οταν βγήκε η λίστα της πρώτης Κυριακής δεν την πολυπίστεψα. Δεν προερχόταν από πηγές που προσωπικά διαβάζω ή εμπιστεύομαι. Σαν μετριοπαθής άνθρωπος με θαυμασμό για πολλά απ’ όσα έχει πετύχει η σημερινή κυβέρνηση, το παρουσιαζόμενο επίπεδο διαφθοράς μού φάνηκε εξωπραγματικό.
Οταν είδα το όνομά μου στη δεύτερη λίστα, πάγωσα. Γιατί εμένα; Μέσα από την επαγγελματική μου ιδιότητα σε μεγάλη τεχνολογική εταιρεία του εξωτερικού, τα τελευταία χρόνια έχω δουλέψει στην αντιμετώπιση πολλών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι χρήστες του Διαδικτύου, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικτυακής παρακολούθησης. Ταυτόχρονα, έχω γνωστούς και φίλους που ανήκουν σε αυτό το μικροσκοπικό κουβάρι πολύχρωμων κλωστών παρόμοιου μήκους, που αποκαλούμε «εγχώρια ελίτ».
Αλλά δεν είμαι στέλεχος κανενός κόμματος, μέλος δημοσιογραφικού κύκλου, ή ιδιοκτήτης επιχείρησης με στενές κυβερνητικές διασυνδέσεις. Το όνομά μου στη λίστα ήταν παράταιρο. Το μόνο πιο περίεργο από το να βρίσκομαι πραγματικά σε μια τέτοια λίστα, θα ήταν κάποιος να έχει επινοήσει τη συμμετοχή μου.
Το δεύτερο συναίσθημα είναι ο τρόμος. Μπορεί η Ελλάδα να μην είναι Ανατολική Γερμανία, αλλά ο φόβος, η ανημποριά και η μοναξιά που αισθάνεται κάποιος που βρίσκει τον εαυτό του σε μια τέτοια θέση θυμίζει μαρτυρίες από πολίτες απολυταρχικών καθεστώτων. Θεέ μου, τι μπορεί να είδαν και να πήραν; Θα χρησιμοποιήσουν κάτι στο μέλλον για να με εκβιάσουν; Αραγε. ποιος ήταν εκεί και τι έκανε όταν πιθανώς παρακολουθούσε τις πιο προσωπικές στιγμές μου;
Ανατρέχεις σε συναντήσεις με συντρόφους, εκμυστηρεύσεις φίλων στο τηλέφωνο, φωτογραφίες από καθημερινές στιγμές στον καναπέ σου, επαγγελματικά ραντεβού. Αισθάνεσαι μολυσμένος από ένα ψηφιακά μεταδιδόμενο νόσημα που σε κάνει τοξικό και, άθελά σου, επικίνδυνο για τους ανθρώπους γύρω σου. Νιώθεις μια γενική αδιαθεσία, που δεν μπορείς να προσδιορίσεις με σαφήνεια. Μέχρι που καταλαβαίνεις περί τίνος πρόκειται: αυτό το πρωτόγνωρο –για σένα– αίσθημα είναι η αίσθηση της πιθανότητας να έχεις υπάρξει στην απόλυτη ηδονοβλεπτική διάθεση μιας αυθαίρετης και ανώνυμης εξουσίας.
Μετά έρχεται ο θυμός. Δεν νοείται τέτοια πράγματα να συμβαίνουν στη χώρα μας – μία δυτική δημοκρατία, με τα προβλήματά της μεν, αλλά με ισχυρή δημοκρατική παράδοση. Σήμερα μπορεί να είσαι εσύ, αύριο μπορεί να είναι ο καθένας. Περιμένεις ότι σίγουρα το κράτος θα σου σταθεί ενεργά. Φίλοι με προσβάσεις στον δημόσιο διάλογο θα χρησιμοποιήσουν τις φωνές τους για να εκφράσουν σθεναρά την αντίθεσή τους σε τέτοιες μορφές παραβίασης ατομικών δικαιωμάτων. Η Δικαιοσύνη θα κινηθεί ομαλά, βοηθώντας σε να φθάσεις στην αλήθεια. Η συλλογική λογική και επιθυμία για πρόοδο θα υπερβεί τον κομματισμό.
Επικοινωνείς με άλλα πιθανά θύματα, στρέφεσαι στις πηγές που εμπιστεύεσαι. Διαισθάνεσαι μια αμηχανία. «Θα στα πω από κοντά…», σου λένε πριν κλείσουν βιαστικά το τηλέφωνο. «Εγώ βρήκα το κακό λινκ!», αναφωνούν μερικοί θριαμβευτικά, πριν πέσει πάλι η φωνή τους στην αμηχανία. «Τι να κάνω και εγώ μόνος μου;». «Θα το κυνηγούσα, αλλά δεν μου το επιτρέπει η θέση μου». Η μοναχικότητα και η συνενοχή επωάζουν και διαιωνίζουν την αυθαίρετη εξουσία.
Ακούς για εφόδους που δεν έγιναν ποτέ και για κατεστραμμένα επίσημα αρχεία. Διαβάζεις άφωνη ότι το κράτος αφαίρεσε το δικαίωμα που είχαν οι πολίτες στην ενημέρωση για πιθανή επισύνδεση εκεί πάνω που βγήκε το πρώτο θύμα, και τώρα αρνείται να το επαναφέρει πριν περάσει τριετία.
Αισθάνεσαι μολυσμένος από ένα ψηφιακά μεταδιδόμενο νόσημα που σε κάνει τοξικό και, άθελά σου, επικίνδυνο για τους ανθρώπους γύρω σου.
Εκεί κάπου αποπροσανατολίζεσαι. Μα τι έγινε το κράτος δικαίου, με όλα τα κουσούρια του, στο οποίο νόμιζες ότι μεγάλωσες; Πού είναι οι φωνές που στηρίζουν την αλήθεια, τα προσωπικά δικαιώματα και τη Δικαιοσύνη, πέρα από κομματικά ένστικτα, είτε αυτοπροβολής είτε αυτοπροστασίας;
Και περιμένεις να έρθει επιτέλους το αίσθημα της ελπίδας. Οτι το προοδευτικό κομμάτι της κυβέρνησης θα σταθεί στο πλευρό των πιθανών θυμάτων και θα παραδώσει ένα νομοσχέδιο που θα κοιτάει, όχι μόνο στο μέλλον, αλλά και στο παρελθόν. Οτι ο πρωθυπουργός θα πράξει το αυτονόητο και θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του ώστε κανένας εμπλεκόμενος στην υπόθεση να μην παραμείνει πάνω από τον νόμο. Οτι οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι θα βγουν από τη φοβική σκιά του 2015 και θα πουν τα πράγματα, εάν ισχύουν ως φαίνονται, με το όνομά τους – ως μια κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και των όρων της ίδιας της δημοκρατίας.
Πού είναι οι φωνές που στηρίζουν την αλήθεια, τα προσωπικά δικαιώματα και τη δικαιοσύνη, πέρα από κομματικά ένστικτα είτε αυτοπροβολής είτε αυτοπροστασίας;
*Η Άρτεμις Σήφορντ, είναι πρώην μάνατζερ πολιτικής κυβερνοασφάλειας για το Facebook στην Ελλάδα και το άρθρο της δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ