Θεοδώρα Τζάκρη
Τη Φώφη Γεννηματά θα τη θυμόμαστε όλοι για πολλά απ’ όσα υπήρξε και για όσα δεν πρόλαβε να υπάρξει. Ο κ Μητσοτάκης θα έχει έναν επιπλέον λόγο να τη θυμάται, δεδομένου ότι υπήρξε η εισηγήτρια του πολιτικού όρου: «ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ Α.Ε».
Σοφόν το σαφές!
Αν όμως πολιτικά η διαπίστωση της θεμελίωσε την ανασυγκρότηση του πολιτικού της χώρου, αν η προσωπική της ματιά ήταν αυτή του έντιμου ανθρώπου που βλέπει τα πράγματα ανυστερόβουλα, σίγουρα συνυπήρξε στην διαπίστωσή της αυτή και μια ισχυρή κοινωνική συνιστώσα αγανάκτησης. Μιλούσε η φωνή της θρυλικής «μεσαίας τάξης»!
Μεσαίοι
Παρά τις ασάφειες του όρου, αυτός παραπέμπει ευθέως στους λεγόμενους μικρομεσαίους. Ήταν η σύλληψη του Ανδρέα Παπανδρέου αυτή που τους έθεσε όχι απλώς ως μέρος της ευρείας κοινωνικής συμμαχίας των μη προνομιούχων αλλά τους έδωσε και την δυνατότητα να ηγηθούν αυτής.
Στην Ελλάδα της προκοπής, της εθνικής υπερηφάνειας, της ισονομίας και της προτεραιότητας των πιο ευάλωτων οι μικρομεσαίοι προσέβλεπαν στην αποτίναξη των φεουδαρχικών στοιχείων της βαλκανικής καθυστέρησης που τους κατέπνιγαν (κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, πελατειακή ευνοιοκρατία, παρακράτος, θεσμική και πολιτισμική βραδυπορία). Γιατί αυτό που καθιστούσε συνεκτική την συμμαχία των μη προνομιούχων ήταν η βεβαιωμένη, επί μακρόν, προκλητική και καταθλιπτική κυριαρχία λιγοστών προνομιούχων.
Με τα όσα ακολούθησαν ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε σε θέση κληρονόμου αυτής της παράδοσης που είχε πληγεί καίρια σε όλο της το εύρος κι όχι μόνο από τις διάφορες συμπεριφορές στελεχών της. Στην Ελλάδα των μνημονίων, ας μην ξεχνάμε ότι κουρελιάστηκε η Εθνική Ανεξαρτησία, διασύρθηκε η Λαϊκή Κυριαρχία και γελοιοποιήθηκε κάθε έννοια Κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η κυβερνητική προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ απέληξε σε έναν επώδυνο συμβιβασμό που παρότι τέθηκε υπό την βάσανο της λαϊκής έγκρισης (εκλογές Σεπτεμβρίου 2015), τραυμάτισε την αξιοπιστία του απέναντι σ΄ ένα ευρύτερο κίνημα ανατροπής του οποίου είχε ηγηθεί. Το θετικό αποτέλεσμα της εξόδου από τα Μνημόνια (2018) και της σταδιακής ανάκτησης της Εθνικής Ανεξαρτησίας και της Λαϊκής Κυριαρχίας επιτεύχθηκαν μεν, αλλά με σημαντικό κόστος στο επίπεδο της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Έτσι πάντως το πρόβλεπε κι η λεξικογραφική προτεραιότητα του τριπτύχου της 3ης Σεπτέμβρη.
Η προτεραιότητα διάσωσης ορθά δόθηκε στους πλέον ευάλωτους
Στο ανορθωτικό εγχείρημα το κοινωνικό κόστος δεν μπορούσε να κατανεμηθεί εξίσου. Πόσο μάλλον, που όσοι είχαν οδηγήσει την κατάσταση στο μη περαιτέρω, είχαν ήδη εξασφαλίσει στο εξωτερικό τις ωφέλειες και τον πλούτο που απέκτησαν (λίστες Λαγκάρντ κλπ).
Αν ο μη γένοιτο, ξαναβρισκόμασταν στο 2015, πόσο διαφορετικά, άραγε, θα λειτουργούσαμε; Θα αφήναμε αυτή την φορά ανθρώπους να τρώνε από τα σκουπίδια ή θα απέμεναν οι ανασφάλιστοι εκτός νοσοκομείων, προκειμένου να μην μας μισήσει η μεσαία τάξη; Κάθε κριτική, γιατί δεν πήραμε περισσότερα από τους πιο πλούσιους είναι δεκτή αλλά η κριτική, γιατί δεν σταθήκαμε πιο φειδωλοί προς τους πιο ευάλωτους, είναι άδικη.
Αυτό όμως πρακτικά σήμαινε εισοδήματα περικομμένα, συντάξεις που αναμενόταν για μια ζωή ολόκληρη και περιεστάλησαν στο περιθώριο του εφικτού, μαγαζάτορες που είδαν την εξαρτημένη από την μεσαία τάξη κίνηση τους να συρρικνώνεται, επαγγελματίες που ζημιώθηκαν από την βίαιη αντιμετώπιση των στρεβλώσεων από πολλά μνημονιακά μέτρα κ.ο.κ. Σήμανε επίσης και την υπερφορολόγηση όσης ύλης μπορούσε, άμεσα ή έμμεσα, να συλληφθεί, με όλες τις αδικίες που αυτό υποκρύπτει.
Σε αντίθεση λοιπόν με το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα και την εποχή του Ανδρέα, κατά το πρώτο τέταρτο του 21ου οι «μικρομεσαίοι» δεν είδαν τον εαυτό τους ως τον μεγάλο ωφελημένο αλλά ως τον αίροντα τον σταυρό όλων. Η απόδοση της τύχης τους σε ταξική μεροληψία και σε αριστερή ιδεοληψία υπήρξαν μυωπικές, δεδομένου ότι «λησμονούσαν» τον αληθή υπαίτιο της καταστροφής κι ενοχοποιούσαν τον διαχειριστή της περιόδου μετά την καταστροφή. Επιπλέον δεν διευκρίνιζε κανείς, ποια άλλη κοινωνική προτεραιοποίηση, πέραν αυτής που εφαρμόστηκε, ήταν πιο κατάλληλη. Σίγουρα όχι ο κοινωνικός δαρβινισμός των νοεφιλελευθέρων (βλ. Πέτσας όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει).
Υπάρχει εδώ πολιτική ευθύνη που δεν πείσαμε, γιατί δεν είπαμε τα πράγματα με το όνομα τους ή τουλάχιστον όχι με την δέουσα ακρίβεια και σίγουρα όχι εγκαίρως. Σε κάθε περίπτωση, όπως έδειξαν και τα εκλογικά αποτελέσματα, η όποια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στα μεσαία στρώματα και τον ΣΥΡΙΖΑ διερράγη, προς τέρψη των ενόχων που επέστρεψαν επιχαίροντες και “εξαγνισμένοι”, υποσχόμενοι μείωση φόρων κι άλλα μέτρα που ακριβώς η έξοδος από τα μνημόνια (2018) επέτρεψαν.
Μητσοτάκης Α.Ε και Πάτσης
Έτσι ήρθε στο προσκήνιο η «ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΑΕ» κι ο κ. Πάτσης της εκμετάλλευσης των κόκκινων δανείων με τις σχετικές πιεστικές έως εκβιαστικές πρακτικές σε βάρος ακριβώς της χειμαζόμενης μεσαίας τάξης. Γιατί αυτή ήταν που βρέθηκε αφενός καταχρεωμένη και αφ’ ετέρου με κάποια περιουσία που μπορούσε να γίνει στόχος κορακιών. Η μεσαία τάξη ήταν λοιπόν η κατ’εξοχήν εκβιάσιμη.
Από τη «Μητσοτάκειο» ανάπτυξη των 7,5 δις απ’ ευθείας αναθέσεων οι μικρομεσαίοι δεν είχαν λαμβάνειν αλλά τελικώς το σύστημα της ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΑΕ επιφύλασσε και μια πτέρυγα που αποσκοπούσε στην οριστική τους εξαφάνιση. Την «Μητσοτάκης ΑΕ – κλάδος exterminator»! Όταν λοιπόν χτυπάει το τηλέφωνο δεν είναι η ανάπτυξη του κ. Γεωργιάδη αλλά οι εισπρακτικές του κ. Πάτση !
Συμπέρασμα
Είναι εμφανής η απελπισία των στρωμάτων αυτών που εισήλθαν στον 21ο αιώνα με το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου και την ευωχία της ισχυρής Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων, για να οδηγηθούν κατά την περίοδο 2010-2018 στο purgatorium, ως προθάλαμο ενός απατηλού Παραδείσου που δεν ήρθε ποτέ. Αντί αυτού ακούστηκε η προφητική διαπίστωση της Φώφης Γεννηματά που εξέφρασε περισσότερο από οιονδήποτε άλλον αυτά τα στρώματα κι όχι μόνο για λόγους νοσταλγίας.
Σήμερα βέβαια η σκυτάλη έχει περάσει παρακάτω και το στοίχημα δεν είναι πια οι ορθές διαπιστώσεις αλλά η άρθρωση μιας πειστικής εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης. Αυτή ήταν πάντα η λυδία λίθος για την μεσαία τάξη, με ή χωρίς εισαγωγικά. Η μεσαία τάξη, όσο κι αν επιθυμεί να ανταποδώσει την πάτσειο συμπεριφορά της ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ Α.Ε. ποτέ δεν θα ρίσκαρε κάτι που να της θυμίζει βήμα στο κενό. Όσο περισσεύουν τα επίθετα, τόσο λείπουν τα ουσιαστικά που δεν είναι άλλα από την προγραμματική σύγκλιση της προοδευτικής διακυβέρνησης.-