Σπύρος Γεωργάτος
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο tvxs πριν μερικές μέρες, ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Ρήγας αναφέρθηκε στη δημιουργία «Ρεύματος Ιδεών» (ΡΕΝΕ) εξηγώντας ότι: «Είναι πλέον κοινωνική, πολιτική και οργανωτική ανάγκη, ο ΣΥΡΙΖΑ –Προοδευτική Συμμαχία να λειτουργήσει στη βάση της λογικής των ρευμάτων ιδεών. Και διευκρίνισε περαιτέρω: «Ένα πλειοψηφικό ρεύμα ιδεών, το οποίο (…) δεν θα λειτουργεί με ιεραρχική δομή υποκαθιστώντας τις κομματικές λειτουργίες (…) για την εξυπηρέτηση προσωπικών στρατηγικών».
Ώρες μετά, δημοσιοποιήθηκε ένα κείμενο–πλατφόρμα, με τις υπογραφές 11 στελεχών της Πολιτικής Γραμματείας και του Πολιτικού Συμβουλίου του κόμματος-. Το κείμενο της «Ομπρέλας», που περιλαμβάνει συμβολές από διάφορες τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αναφέρεται στο «ύφος» της αντιπολίτευσης που πρέπει να ασκήσει από εδώ και πέρα το κόμμα. «Η αντιπολιτευτική μας τακτική», λέει, «οφείλει να επικεντρώνεται στα στρατηγικά θέματα, όπου είναι διακριτές οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές με την κυβέρνηση και υπάρχει περιθώριο σκληρής πολιτικής κριτικής και αντιπαράθεσης, όπως το δημόσιο σύστημα υγείας, το κοινωνικό κράτος, τα εργασιακά δικαιώματα, η προστασία των αδύναμων, το κράτος δικαίου και η δημοκρατική λειτουργία των θεσμών. Να στείλουμε το μήνυμα ότι δική μας επιλογή δεν είναι η μικροπολιτική, αλλά η στάση ευθύνης …».
Και να ήθελε κανείς να μη συσχετίσει τις δύο πρωτοβουλίες, η χρονική απόσταση που τις χωρίζει είναι τόσο μικρή, που δεν επιτρέπει άλλες ερμηνείες. Ο κομματικός ΣΥΡΙΖΑ ασφυκτιά, γιατί η αντιπολιτευτική του πολιτική δεν βρίσκει την ανταπόκριση που θα έπρεπε στην κοινή γνώμη, παρά τα θανάσιμα λάθη της κυβέρνησης, που διαδέχονται το ένα το άλλο. Ίσως λοιπόν να έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, εκτός από τους «υψηλά ιστάμενους», να μιλήσει κι η κοινή λογική.
1.Τα ρεύματα ιδεών (και οι σχολές σκέψης) δεν προαναγγέλλονται και δεν προκύπτουν μέσω συνεννοήσεων κορυφής. Από αρχαιοτάτων χρόνων, οι ιδέες «εκκρίνονται» και «πλέουν» στον δημόσιο χώρο· όταν συγκλίνουν σε ορισμένα ζητήματα, ωριμάζουν και γίνονται «προτάγματα», που τα εγκολπώνονται πολιτικές δυνάμεις και φορείς. Τη δημοτική γλώσσα, την εβδομάδα των 5 μερών και των 40 ωρών, την απλή αναλογική, την κατάργηση της Έδρας στα Πανεπιστήμια, την υποχρεωτική εκπαίδευση, την κατάργηση της θανατικής ποινής και όλα όσα έχουμε κατακτήσει ως κοινωνία, δεν τα εισηγήθηκαν «Ρεύματα Ιδεών» σαν κι αυτά που οραματίζεται ο Παναγιώτης Ρήγας, αλλά κοινωνικές δυνάμεις και διανοούμενοι, που βρήκαν βέβαια ανταπόκριση σε πρωτοπόρα τμήματα της Σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς. Πρόκειται δηλαδή για την ακριβώς αντίστροφη διαδικασία.
2. Σε ό,τι αφορά τις τάσεις, με ιεραρχία, διακριτή ατζέντα και πριμοδότηση υποψηφίων στις εκλογές οργάνων, νομίζω ότι μιλάμε για έναν παρωχημένο θεσμό. Ο θεσμός αυτός είχε κάποτε τη σημασία του για να εκλείψουν η προσωπολατρία και οι σταλινικές μεθοδεύσεις. Σήμερα, στην εποχή του διαδικτύου, οι τάσεις δεν προσφέρουν στον πλουραλισμό ενός δημοκρατικού κόμματος, ούτε περιορίζουν τον αρχηγισμό. Απλώς, αναγκάζουν την εκάστοτε ηγεσία να επιδίδεται σε ένα παρασκηνιακό παιχνίδι ισορροπιών, που δεν έχει αντίκρισμα στην κοινωνία και αποτελεί τροχοπέδη στην πραγματική σύνθεση απόψεων και στην εκπόνηση μιας συνεκτικής στρατηγικής.
3. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πρόβλημα συνάρθρωσης της βραχυπρόθεσμης με τη μεσοπρόθεσμη πολιτική του. Η υγειονομική κρίση μας έδωσε την ευκαιρία να καταλάβουμε πόσο δύσκολο είναι να εκπονείται καθημερινώς πολιτική, ενώ ένα πρόβλημα «τρέχει» και μεγεθύνεται. Για παράδειγμα, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι του κόμματος, με το άγχος να ΜΗΝ κάνουν μικροπολιτική, επικεντρώθηκαν από την αρχή της πανδημίας σχεδόν αποκλειστικά στο σκέλος της θεραπευτικής αντιμετώπισης της Covid-19, υποτιμώντας τη σημασία του ευρέος (και έγκαιρου) ελέγχου στον πληθυσμό, της αλληλούχησης του γονιδιώματος του ιού για την ανίχνευση μεταλλάξεων, της ακρίβειας και της ευαισθησίας των εξετάσεων (rapid tests), της διασφάλισης των επιδημιολογικών στοιχείων απέναντι στις προσπάθειες επιλεκτικής χρησιμοποίησής τους και της συνολικότερης (κλινικής και μη) αντιμετώπισης ενός προβλήματος που δεν είναι μόνο μια λοίμωξη του αναπνευστικού, αλλά μια μάλλον συστηματική νόσος με επιδράσεις (μεταξύ άλλων) στην ψυχική υγεία. Τώρα, επαναλαμβάνεται κάτι ανάλογο με τα εμβόλια. Συζήτηση για την αγορά των πατεντών από τις φαρμακευτικές εταιρείες γίνεται (και καλώς).
Αλλά αυτό δεν αντιμετωπίζει την «παρούσα νόσο». Υπάρχουν εξ άλλου ερωτήματα: Ποιος θα πουλήσει τέτοιες πατέντες (και ιδίως με τί αντίτιμο), σε μια εποχή που τα προϊόντα του γίνονται ανάρπαστα; Και ποιος θα τις αγοράσει, τη στιγμή που η Γερμανία και οι ηγεμονικές δυνάμεις της Ευρώπης κάνουν το δικό τους παιχνίδι; Νομίζω ότι, ενώ εστιαζόμαστε σε δυσεπίλυτα (και πάντως πιο μακροπρόθεσμα) προβλήματα, στο μεταξύ, συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν ασύλληπτα πράγματα.
Με το αλαλούμ της αγοράς εμβολίων από διαφορετικές εταιρείες, ανεξαρτήτως ποιότητος του προϊόντος, όταν θα φτάσει η στιγμή να εμβολιαστεί ο γενικός πληθυσμός στην Ελλάδα (το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο) μπορεί να χρησιμοποιείται εμβόλιο που θα έχει το 50% της αποτελεσματικότητας εκείνων που θα χορηγηθούν τους πρώτους μήνες του 2021. Επιπλέον, η προτεραιοποίηση των εμβολιασμών εξελίσσεται επί τη βάσει ενός μυστηριώδους σχεδίου, που δεν στηρίζεται ούτε σε αυστηρά επιστημονικά, ούτε σε κοινωνικά κριτήρια. Αυτά δεν είναι «μικροπολιτική». Μπορεί να είναι «ψιλά γράμματα» για τον Ανδρέα Ξανθό, η γνώμη του οποίου χρωματίζει έντονα το κείμενο της «Ομπρέλας»· αλλά, ποιος είπε ότι γνώμη επί του προκειμένου έχουν μόνο οι νοσοκομειακοί γιατροί και όχι οι επιστήμονες όπως ο Δερμιτζάκης, ο Παυλάκης, ο Σαρηγιάννης, Λογοθετίδης, κ.α..
Η Ιατρική έχει πάψει προ πολλού να είναι υπόθεση μόνο των κλινικών γιατρών. Ας απαλλαγούμε λοιπόν από την αναχρονιστική αντίληψη ότι η Βιολογία, η Χημεία, τα Μαθηματικά, η Πληροφορική ή η Φυσική είναι «βοηθητικές» ειδικότητες, γιατί σε πολλές περιπτώσεις (όπως την ανάπτυξη εμβολίων και φαρμάκων) αυτές οι ειδικότητες έχουν τον κύριο ρόλο. Σε κάθε περίπτωση, ας προσαρμοστούμε στη σύγχρονη διεπιστημονική πραγματικότητα και ας μιλάμε με κάποια συστολή για πράγματα που «δεν κατέχουμε»..
4. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πρόβλημα μεσο-μακροπρόθεσμης στρατηγικής. Θα εξηγήσω τι εννοώ με ένα παράδειγμα από χώρο που γνωρίζω καλά: Την Παιδεία. Στον τομέα της Παιδείας, είναι πλέον κοινό μυστικό ότι το βασικό και πρώτο σε προτεραιότητα θέμα είναι η χρηματοδότηση των δημοσίων δομών. Ποιος ασχολείται όμως με αυτό το ζήτημα αναλυτικά και συγκεκριμένα στον ΣΥΡΙΖΑ; Κάποτε, η Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, με πρόταση του Κώστα Γαβρόγλου, είχε ανοίξει το θέμα των οικονομικών της εκπαίδευσης.
Εντάξει, δεν ήθελαν οι άλλες δυνάμεις. Αλλά γιατί (και πώς) έκλεισε αυτό το κεφάλαιο για τον ΣΥΡΙΖΑ; Είναι τόσο αυτονόητο το πώς (θα πρέπει να) διαμορφώνεται ο ετήσιος προϋπολογισμός των ΑΕΙ, ενώ ταυτόχρονα θα υποστηρίζονται τα Σχολεία και θα προσλαμβάνονται εκπαιδευτικοί; Πώς θα τελειώνουμε με το αίσχος των αναπληρωτών και των 9μηνων συμβάσεων; Πότε και πώς θα ξεμπερδεύουμε με τις εταιρείες καθαριότητας, φύλαξης και συντήρησης των κτιρίων, που εκτός από την τεράστια επιβάρυνση που επιφέρουν στα Ιδρύματα, παραβιάζουν τα εργασιακά δικαιώματα και εκμεταλλεύονται με επαχθή τρόπο τους εργαζόμενους; Θα μπορούσα να πω τα ίδια για τα νοσοκομεία και να θέσω ανάλογα ερωτήματα για τη Δημόσια Διοίκηση, το φορολογικό, τα ΜΜΕ. Δεν ξεμπερδεύουμε με γενικότητες περί «πράσινης οικονομίας», «οικονομίας της γνώσης» και κάτι τέτοια. Χρειάζεται δουλειά εις βάθος. Και μόνο τότε μπορούμε να μιλήσουμε μετά λόγου γνώσεως.
5. Από όλα τα παραπάνω (και άλλα που δεν αναφέρω λόγω χώρου) προκύπτει αβίαστα ένα τελευταίο συμπέρασμα: Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πρόβλημα πολιτικού προσωπικού και διαμεσολάβησης της πολιτικής του στην κοινωνία. Ισχυρίζεται κανείς ότι όλοι οι υπουργοί από το 2015 ως το 2019 παρήγαγαν έργο; Δεν έχουν απωλέσει ορισμένα κορυφαία στελέχη την έξωθεν καλή μαρτυρία; Δεν έχουν πέσει έξω εξακολουθητικά στις εκτιμήσεις τους ορισμένοι «στρατηγοί» του ΣΥΡΙΖΑ; Δεν έχουν υποπέσει στο αμαρτήματα της αλαζονείας και του παραγοντισμού διάφοροι κομματικοί αξιωματούχοι;Τί συμπέρασμα να βγάλει λοιπόν ο υποψιασμένος πολίτης όταν βλέπει σε κείμενα και πλατφόρμες να συνωστίζονται άξιοι, αποδεδειγμένα μη ικανοί (αλλά υπερφιλόδοξοι), άνθρωποι καλών ίσως προθέσεων, αλλά με καθόλου εμπειρία, έως και στελέχη που θα ήταν καλύτερο, πριν μιλήσουν από καθέδρας, να κάνουν την αυτό-κριτική τους; Πού είναι οι «νέες δυνάμεις»; Η Νέα Δημοκρατία, μέσα σε μια πενταετία-δεκαετία, ανανέωσε ριζικά το πολιτικό προσωπικό της (φυσικά με δικά της παιδιά, αλλά και με «δάνεια»). Ο ΣΥΡΙΖΑ πώς το βλέπει το ζήτημα;
Εν ολίγοις: Αριστερά δεν είναι ό,τι δηλώνεται με σεντόνια και διακηρύξεις. Αριστερά είναι ο πολιτικός θεσμός που εντέλλεται ιστορικά να αλλάξει τα πράγματα για το καλό της κοινωνίας. Βασική προϋπόθεση για συμβεί αυτό είναι να ψηλαφάμε την πραγματικότητα και να λέμε την ωμή αλήθεια. Αυτό ενίοτε πονάει και κοστίζει, αλλά άλλη μέθοδος, ιδιαίτερα στον «δημοκρατικό δρόμο», δεν υπάρχει.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr