Του Π. Κ. Ιωακειμίδη
Μα τι γίνεται τέλος πάντων, η Ευρώπη δεν έχει να ασχοληθεί με τίποτα άλλο παρά να «εκβιάζει» συνεχώς την Ελλάδα; Γιατί ακούγοντας κάποια βραδινά δελτία ειδήσεων και διαβάζοντας ορισμένα έντυπα ευκόλως διαμορφώνεις την άποψη ότι η ΕΕ και οι χώρες που τη συγκροτούν (με επικεφαλής τη Γερμανία βεβαίως) δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να σχεδιάζουν «εκβιασμούς» σε βάρος της χώρας. Ή, τουλάχιστον, έτσι θέλουμε να βλέπουμε ή να ερμηνεύουμε οτιδήποτε λέγει η Ευρώπη για την Ελλάδα. Αλλά δεν σημαίνει φυσικά ότι είναι έτσι. Γιατί είναι εντελώς δύσκολο έως παράλογο να δεχθεί κάποιος ότι συνιστά εκβιασμό αυτό που είπε ο κ. Γιούνκερ (Πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, πρόεδρος του Eurogroup και μάλλον φιλέλληνας σύμφωνα με τον απλοϊκό ορισμό κατάταξης των ξένων) ότι εάν οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας αποφασίσουν να αποχωρήσουν από το πρόγραμμα διάσωσης τότε θα αποχωρήσει και η Ευρώπη. Το αυτονόητο είπε ο άνθρωπος. Δηλαδή τι θέλουμε να κάνει η Ευρώπη, να επιβάλει το πρόγραμμα (πώς;) αν οι πολιτικές δυνάμεις δεν το θέλουν; Σε τι έγκειται λοιπόν ο εκβιασμός;
Επιπλέον, όταν ο γερμανός αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών κ. Ρέσλερ λέει ότι η Ελλάδα δεν έχει υλοποιήσει δεσμεύσεις που ανέλαβε μέσα στα προκαθορισμένα χρονικά όρια, η απάντηση δεν μπορεί να είναι «τα λέγει αυτά για προεκλογικούς λόγους» – άλλωστε αυτό ελάχιστα ενδιαφέρει. Αυτό που ενδιαφέρει είναι εάν ο ισχυρισμός του ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή όχι. Επ’ αυτού υπάρχει απάντηση; Βεβαίως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνεται αναφορά στην καταγωγή του – από το Βιετνάμ – προκειμένου (δήθεν) να υπονομευθεί η αξία του επιχειρήματός του. Αν όχι τίποτα άλλο, το ότι κατάγεται από ασιατική χώρα και έχει ανέβει στο πολιτικό αυτό αξίωμα συνιστά θρίαμβο της δημοκρατίας και της «ανοιχτής κοινωνίας». Στην Ελλάδα θα μπορούσε να συμβεί κάτι παρόμοιο;
Τρίτον, θεωρούμε απαράδεκτες παρεμβάσεις και προσβολή των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων οτιδήποτε σχεδόν λέγεται από ευρωπαίους πολιτικούς και θεσμικούς ηγέτες για τα πολιτικά μας πράγματα. Και εδώ έχουμε επιλεκτική και εξόχως αντιφατική ευαισθησία. Γιατί όταν οι θεωρούμενες «επεμβάσεις» λαμβάνουν τη μορφή επιδοτήσεων, χορηγήσεων και δανείων είναι απολύτως ευπρόσδεκτες. Δεν μας ενοχλούν καθόλου. Το αντίθετο. Και λογικό. Οταν όμως αγγίζουν ενδεχομένως κακώς κείμενα της πολιτικής μας ζωής, εκεί ξυπνά μέσα μας ο «ηρωικός Ελληνας» που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Εκεί διερωτώμεθα «ποιος είναι ο Σόιμπλε» ή ο οποιοσδήποτε άλλος που μπορεί να μιλά για την Ελλάδα. Αγανακτούμε γι’ αυτά που λέει, αλλά δεν αγανακτούμε για το ότι εδώ και χρόνια, π.χ., δεν μπορούμε να οργανώσουμε μια αξιοπρεπή φοροεισπρακτική υπηρεσία ή να καταπολεμήσουμε τη διαφθορά.
Σε μια βαθύτερα πολιτικά ενοποιούμενη Ευρώπη και με διευρυνόμενο εξευρωπαϊσμό των εθνικών πολιτικών συστημάτων και διαδικασιών, αυτού του είδους τη διεθνική πολιτική ώσμωση πρέπει να την αποδεχθούμε ως αναπόφευκτη συνέπεια. Η κ. Μέρκελ, π.χ., παρεμβαίνει ενεργά στη γαλλική προεκλογική εκστρατεία υπέρ του κ. Σαρκοζί και αυτό δεν ενοχλεί κανέναν. Αυτό άλλωστε σημαίνει και συνεπάγεται η Πολιτική Ενωση, χωρίς ωστόσο αυτό να οδηγεί στην αλλοίωση της πολιτιστικής ταυτότητας της κάθε χώρας («ενότητα στην ποικιλομορφία» είναι το σύνθημα της Ενωσης). Εκτός βέβαια εάν παραμένουμε προσκολλημένοι στο σύνδρομο του Καραγκιόζη ως αρχετυπικού εθνικού μας ήρωα. Ορθώς φυσικά μας ενοχλούν ορισμένα άστοχα ή χυδαία στερεότυπα που αναπαράγονται για τη χώρα μας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και τα καταδικάζουμε. Αλλά φυσικά εμείς συνεχίζουμε ακάθεκτα να παράγουμε τα δικά μας στερεότυπα με το να παρουσιάζουμε, μεταξύ άλλων, την κ. Μέρκελ με στολή Ναζί, προσβάλλοντας βάναυσα την ευαισθησία άλλης χώρας. Και βεβαίως αποφεύγουμε να πούμε ευχαριστώ στους Γερμανούς που μας συμπαρίστανται.
Η Ελλάδα από τη σύστασή της ως ανεξάρτητου κράτους μέχρι τη μεταπολίτευση υπέφερε από το καθεστώς των «προστάτιδων δυνάμεων», που εν πολλοίς και εμείς συμβάλαμε στη συντήρηση και διατήρησή του. Τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια, η αναφορά στον «ξένο δάκτυλο» είχε καταστεί παροιμιώδης εξήγηση για ό,τι στραβό συνέβαινε στη χώρα. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση υποτίθεται ότι ακύρωσε αυτά τα σύνδρομα. Η λογική της συμμετοχής στην ΕΕ σημαίνει ότι αποδεχόμαστε τη διαλεκτική της βαθύτερης ώσμωσης σε οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό επίπεδο γιατί έτσι τελικά μεγιστοποιούμε οφέλη, ρόλο, δύναμη. Γιατί έτσι οικοδομούμε την Ευρωπαϊκή πολιτική Ενωση. Ολα τα άλλα περί «παρεμβάσεων» κ.λπ. ανήκουν σε άλλη εποχή και σε άλλη νοοτροπία. Από εκεί και πέρα, αυτονόητο είναι ότι η κριτική πράξεων, παραλείψεων, πολιτικών κ.λπ. είναι η επιβεβλημένη προσέγγιση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας ως προϋπόθεση για την εμβάθυνση ενοποίησης και δημοκρατίας. Μπορούμε να αποδεχθούμε αυτή τη λογική;
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ του ΕΛΙΑΜΕΠ.