Η περίοδος που διανύουμε παρουσιάζει σημαντικές αναλογίες με την κρίση του Μεσοπολέμου και ιδίως με την κρίση του καθεστώτος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στη Γερμανία. Αυτό που πασιφανώς διαφέρει είναι η ανάδυση ενός μαζικού φασιστικού κινήματος, όπως το γερμανικό NSDAP και η ακροδεξιά μαζική αμφισβήτηση του καθεστώτος. Αυτή η αναλογία είναι κρίσιμη. Για τον λόγο αυτόν ακριβώς θα ήταν λάθος να μιλήσουμε (ακόμη τουλάχιστον) για μια διαδικασία εκφασισμού στη σύγχρονη Ελλάδα. Παρόλα αυτά, υπάρχουν σημαντικά κοινά σημεία και αναλογίες, τις οποίες πρέπει να εξετάσουμε προσεχτικά.
Μια «καταστροφική» οικονομική κρίση και μια εξίσου διαλυτική για την κοινωνική συνοχή οικονομική της διαχείριση
Η διεθνής κρίση του 2008 και, εφεξής, η ελληνική οικονομική κρίση μετά το 2009 (η οποία πήρε τη μορφή της κρίσης δημόσιου δανεισμού), παρουσιάζουν σημαντικές αναλογίες με τη διεθνή οικονομική κρίση της περιόδου 1929-1932. Η εξαιρετική δυσκολία στην οικονομική διαχείριση της κρίσης -ιδίως στη ζώνη του ευρώ- φανερώνει ότι πρόκειται για μια κρίση, για την οποία οι τρέχοντες διαχειριστές του κεφαλαίου δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένοι και ότι σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιάζουν στην προσπάθειά τους να την αντιμετωπίσουν. Επίσης, πρόκειται για μια κρίση η οποία φέρει έκδηλα τα χαρακτηριστικά της χρηματιστικοποίησης/ διεθνοποίησης του σύγχρονου καπιταλισμού (και παρακάτω). Η κρίση γίνεται για ακόμη μια φορά ένα εφαλτήριο «δημιουργικής καταστροφής» για το κεφάλαιο (Κ. Σουμπέτερ) και δημιουργίας ενός ριζικά νέου απολύτως εφιαλτικού για τη μισθωτή εργασία κοινωνικού τοπίου. Συνεπώς, η κρίση, όπως πάντοτε, είναι και μια μεγάλη ευκαιρία για το κεφάλαιο. Επιπλέον, είναι όλο και πιο φανερό ότι η κρίση αυτή αποτελεί την οξυμμένη μορφή κρίσης και ανεπάρκειας του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος οικονομικής και κοινωνικής διαχείρισης. Η κρίση του’29 θα μπορούσε να ειδωθεί επίσης ως μια μορφή ανεπάρκειας του κλασσικού οικονομικού φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα. Μέσα σε μια ογδοηκονταετία, το κεφάλαιο άλλαξε δυο φορές κοινωνικοοικονομική στρατηγική και τελικά κατέληξε σε παρεμφερή αδιέξοδα. Μετά από μια μακρά περίοδο κεϋνσιανών παχιών αγελάδων αλλά και μια τριακονταετία νεοφιλελεύθερων αυταπατών, η καπιταλιστική ανάπτυξη, με όλες τις μεταλλαγές της, βρίσκεται σε αδιέξοδο. Στο πλαίσιο της κρίσης, οι διαχειριστές προσπαθούν να φύγουν με ένα άλμα προς τα εμπρός σε ακραία νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, ενώ οι αντιφάσεις και συγκρούσεις ανάμεσά τους οξύνονται. Όμως, αυτό το άλμα προς τα εμπρός καθιστά δυσχερή και μη άμεσα εμφανή μια προοπτική αποτελεσματικής και μακροπρόθεσμα κερδοφόρας καπιταλιστικής ανάπτυξης σε αρκετές από τις χώρες του καπιταλιστικού «κέντρου». Σ’ ό,τι αφορά τους πιο αδύναμους κρίκους, όπως λόγου χάρη η Ελλάδα, το βάθεμα της οικονομικής ύφεσης, πέραν του ότι είναι στρατηγικά αβέβαιο ακόμα και για το ίδιο το κεφάλαιο, προκαλεί μια άνευ προηγουμένου κοινωνική καταστροφή. Πέραν δε τούτου, φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη η άμβλυνση ή και υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης από το κεφάλαιο μέσα από αυτό το άλμα.
Η οικονομική πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ιδίως στην Ελλάδα, ασκείται σε μια περίοδο όπου η ισχυρή τάση καπιταλιστικής ανάπτυξης στις αρχές της δεκαετίας του 2000 (Ολυμπιάδα , Μεγάλα Έργα κλπ) έχει ανακοπεί, ενώ η παραγωγική βάση της χώρας φαίνεται να έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Η αναμενόμενη βαθειά ύφεση σημαίνει και μια αδυναμία του αστισμού να συγκλίνει σε ένα πολιτικό σχέδιο που θα συνδέει την αναμενόμενη μεγάλη κερδοφορία με έναν διευρυμένο κοινωνικό χώρο υποδοχής-απορρόφησης των παραγόμενων εμπορευμάτων αλλά και με μια πιο σταθερή οργάνωση της κοινωνικής συναίνεσης. Επίσης, μάλλον σηματοδοτεί και την ουσιαστική πριμοδότηση μορφών εντατικοποίησης της εργασίας (απόσπασης απόλυτης υπεραξίας) έναντι της ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας (απόσπαση σχετικής υπεραξίας).
Η προοπτική των πολλών εκατομμυρίων ανέργων και φτωχών στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, συνιστά τη σταδιακή μετατροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια κοινωνική έρημο. Τα ίδια τα μεσαία και μικροαστικά -παραδοσιακά και νέα- στρώματα συμπιέζονται δυσανάλογα με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η παλιά αρχιτεκτονική των κοινωνικών συμμαχιών στην Ευρώπη και γενικότερα στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Η συνθήκη αυτή θυμίζει αρκετά τη Γερμανία του τέλους του ’20 και των αρχών του ’30, όταν συσσωρευόταν η αγανάκτηση εκατομμυρίων ανέργων[1] αλλά και ο πανικός των εξαθλιωμένων μικροαστικών στρωμάτων. Τότε όπως και τώρα, η κρίση δημιουργούσε και δημιουργεί έντονους κοινωνικούς αυτοματισμούς και αντιφάσεις μέσα στα λαϊκά και στα μεσαία στρώματα –εργαζόμενοι κατά ανέργων, μικροαστοί κατά εργαζομένων, ιδιωτικοί υπάλληλοι κατά δημοσίων κλπ. Αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί και μια εξαιρετικά μεγάλη αποξένωση των λαϊκών τάξεων -περιλαμβανομένων και των μικροαστικών στρωμάτων- από το μεγάλο κεφάλαιο, τον κοινοβουλευτισμό και τα παραδοσιακά κόμματα, αντιπροσώπους των συμφερόντων του κεφαλαίου και εκπροσώπους της λαϊκής συναίνεσης στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου[1α], ένα μεγάλο πολιτικό κενό, το οποίο δεν είναι καθόλου σαφές πώς και αν θα γεφυρωθεί στο επόμενο χρονικό διάστημα.
Κρίση ηγεμονίας και ασαφείς προοπτικές
Η Ελλάδα του 2012 αλλά και, σε μικρότερο βαθμό, οι άλλες πληττόμενες από την κρίση δανεισμού χώρες, και σταδιακά, οι χώρες του πυρήνα της Ε.Ε, σημαδεύεται από μια οριακή κρίση ηγεμονίας. Για ηγεμονική ή οργανική πολιτική κρίση (με γκραμσιανούς όρους) μιλάμε όταν δεν έχουμε πλέον να κάνουμε απλώς με την αμφισβήτηση της διάταξης μεταξύ των κυρίαρχων κομμάτων και με τον ιδιαίτερο τρόπο άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής από αυτά (π.χ. κρίση του δικομματισμού). Δεν κινούμαστε πια στο έδαφος μιας κρίσης διακυβέρνησης: η άρχουσα τάξη αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες στην ίδια την άσκηση της ηγεμονίας της και το πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει μια βαθύτερη δυσκολία να λειτουργήσει, ενώ μειώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό η συναίνεση των λαϊκών τάξεων στη λειτουργία των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους και στο κυρίαρχο ιδεολογικό πλέγμα αρχών και αξιών. Όλο το οικοδόμημα οργάνωσης της πολιτικής συναίνεσης, και όχι απλώς κάποια από τις μορφές του, τρίζει στο πλαίσιο της κρίσης. Όπως στην Ευρώπη του ’20 ή του τέλους του ’60, η κρίση ηγεμονίας συνδέεται με μεταβάσεις[2] και με την εξάντληση ενός ορισμένου τύπου (μονιμότερης μορφής) οργάνωσης της αστικής ηγεμονίας (π.χ. το τέλος του φιλελεύθερου –ανταγωνιστικού κοινοβουλευτισμού ή το τέλος της κλασσικής κεϋνσιανής διαχείρισης[2α] ή σήμερα το «όριο» της νεοφιλελεύθερης– «μεταδημοκρατικής» πολιτικής διαχείρισης).
Η κρίση ηγεμονίας σημαίνει πάντοτε την υπέρβαση των παραδοσιακών αστικών κομμάτων εξουσίας, είτε προς την κατεύθυνση μιας ριζικής αναδιοργάνωσης του πολιτικού και κομματικού συστήματος είτε προς μιας «έκτακτη» και αυταρχική μορφή κράτους. Εξάλλου, υπάρχει και το ενδεχόμενο να συμβούν και τα δύο: αναδιοργάνωση των αστικών κομμάτων αλλά και άσκηση «έκτακτων εξουσιών». Στον βαθμό που η ηγεμονική κρίση συνδεθεί με μια πορεία ηττών και υποχωρήσεων του εργατικού κινήματος, μπορεί να οδηγήσει στην παγίωση του «έκτακτου αστικού κράτους» ως μιας «αντεπαναστατικής» διεξόδου και ως μιας μεταβατικής αυταρχικής αναδιοργάνωσης της αστικής εξουσίας.[3] Στον βαθμό πάλι που η κρίση ηγεμονίας συνδεθεί με μια επιθετική προοπτική της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, μπορεί να οδηγήσει σε προεπαναστατική ή και επαναστατική κατάσταση, σε μια συνθήκη όπου η αδυναμία των «πάνω» να κυβερνήσουν συναντιέται με την «απροθυμία» των «κάτω» να κυβερνηθούν από αυτούς σε συνδυασμό και με μια σειρά από άλλους παράγοντες (μεγάλη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης κλπ, ισχυρή τάση αυτοοργάνωση των «κάτω» κλπ).[4] Ακόμη περισσότερο, μια επαναστατική κατάσταση υπό όρους μιας αποτελεσματικής πολιτικής και ιδεολογικής οργάνωσης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της (συγκρότηση επαναστατικού κέντρου κλπ) μπορεί να οδηγήσει στο ξέσπασμα μιας επαναστατικής κρίσης (της «επανάστασης» με την στενότερη έννοια).
Η δημοκοπική έστω ανάδυση της Αριστεράς στην Ελλάδα ως ενός δυνάμει πλειοψηφικού χώρου (αν και είναι λάθος να αθροίζονται οι δυνάμεις της) και η πραγματοποίηση διαδηλώσεων από εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου -εργαζόμενοι, νεολαίοι αλλά και την πολυπληθή παρουσία ανθρώπων από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα- είναι κατά την γνώμη μας ένας δείκτης βαθειάς ριζοσπαστικοποίησης και, παράλληλα, σύμπτωμα της κρίσης ηγεμονίας. Όπως έχει αναδειχθεί κι από την κρίση του Μεσοπολέμου, η κρίση ηγεμονίας συμπίπτει σχεδόν πάντοτε με την συμπίεση του «κέντρου» του πολιτικού συστήματος και την άνοδο των «άκρων» αυτού ή και των άκρων πέρα από τα όρια του (π.χ. αύξηση των ψήφων του «επαναστατικού» τότε ακόμη ΚΚ Γερμανίας, του KPD, κατά εκατομμύρια ψήφους μεταξύ 1930 και 1932 ταυτόχρονα με την άνοδο των ναζί).[5] Επισημαίνουμε ότι το ζήτημα της επικράτησης του ενός ή του άλλου «άκρου»παραμένει ανοιχτό και θα κριθεί από τον συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων.
Μια σημαντική πολιτική ομοιότητα και μια σημαντική ιδεολογική διαφορά με τον Μεσοπόλεμο: η εργατική τάξη ως πολιτικός στόχος, η οικονομία στο τιμόνι
Αυτό που μας φέρνει κοντά στη συνθήκη του Μεσοπολέμου ταυτόχρονα είναι και ένα σημείο που ποιοτικά μας διαχωρίζει από αυτήν. Το κοινό σημείο είναι σίγουρα η τάση ομογενοποίησης των κυρίαρχων κομμάτων και των τάσεων του κεφαλαίου γύρω από «ακραίες» πολιτικές σε βάρος της εργατικής τάξης. Θα επιμείνουμε στην κοινότητα της επίθεσης στις μορφές πολιτικές και συνδικαλιστικές οργάνωσης της εργατικής τάξης. Η Αριστερά και τα συνδικάτα, η πολιτική και συνδικαλιστική οργάνωση των κυριαρχούμενων τάξεων στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αποτελούνε τότε όπως και τώρα τον βασικό στόχο της αναδιαρθρωτικής-«έκτακτης» πολιτικής. Ο φασισμός τότε (στη Γερμανία του 1930) γιγαντώθηκε απέναντι σε μια εργατική τάξη που αν και μη άμεσα επαναστατική, οχυρώνεται γύρω από τις οργανώσεις της, τα «κεκτημένα» της, τις κατακτήσεις της, τα ιδιαίτερα πολιτισμικά της στοιχεία.[6] Όμοια, ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός σήμερα θέλει να βγάλει από το τραπέζι την οργανωμένη εργατική τάξη, όπως αυτή συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, ως συνομιλητή ή ως συνοδοιπόρο του καπιταλιστικού συστήματος. Το κοινό και στις δυο αυτές φάσεις είναι ότι τα βασικά αστικά κόμματα, παρόλο που αντιμετωπίζουν βαθύτατη κρίση, συγκλίνουν σε πολιτικές που οριακά καθιστούν τους «κάτω» απόλυτα ανίσχυρους σε πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο. Στο τέλος τα αστικά κόμματα συμμειγνύονται και φτιάχνουν μια σχετικά ομοιγενή «μάζα», η οποία κατατείνει στην καταστολή της εργατικής οργάνωσης, στον φασισμό τότε, στο «οικονομικά φιλελεύθερο» έκτακτο κράτος σήμερα. Η ομογενοποίηση (“Gleichschaltung”) των αστικών κομμάτων εξουσίας είναι σήμερα ευρύτερη από το 1930, καθώς τότε η σοσιαλδημοκρατία διατηρούσε κάποια «αντισυστημικά» χαρακτηριστικά, τα οποία την προσδιόριζαν ως «μαρξιστική» δύναμη και την κρατούσαν έξω από το ομογενοποιημένο μπλοκ. Σήμερα αντιθέτως η σοσιαλδημοκρατία παίζει έναν βαρύνοντα ρόλο στην αστική-αντεργατική ομογενοποίηση.
Η μεγάλη διαφορά από τον Μεσοπόλεμο έγκειται στην αντίληψη της οικονομίας από τις αστικές δυνάμεις που συγκλίνουν τότε και τώρα σε ένα όλο και πιο «έκτακτο» καθεστώς. Παρά το γεγονός ότι η επιβολή του φασισμού από ένα σημείο και μετά συνεπάγεται σημαντικές μετατοπίσεις στην οικονομική πολιτική του κράτους και την υιοθέτηση και όψεων ενός «δεξιού» και ιμπεριαλιστικού κεϋνσιανισμού[7], οι πολιτικές εκείνης της περιόδου οριοθετούνται και λόγω των συνεπειών της κρίσης του ’29 από το φιλελεύθερο παράδειγμα της κυριαρχίας της οικονομίας. Συμπυκνώνουν έναν υψηλό σχετικά βαθμό αυτονομίας της πολιτικής από την οικονομία, καθώς εστιάζουν το ενδιαφέρον στον ρόλο και το έργο της κρατικής κοινότητας, του κράτους. Το κράτος τοποθετείται πάνω από τα άτομα ή τις ταξικές μερίδες και η οικονομία λειτουργεί ως εργαλείο για την πρόοδο και την ευημερία της εθνικής κρατικής κοινότητας. Ακολουθώντας τον Καρλ Σμιτ, η ενοποίηση της κρατικής κοινότητας γύρω από το «ολοκληρωτικό κράτος» συμβαδίζει με την ακραία πολιτικοποίηση της και με την από-ουδετεροποίηση της ίδιας της οικονομίας ως δραστηριότητας. Με αυτήν την έννοια, η ίδια η οικονομία νοείται ως μια ακόμη πολιτική-πολεμική δραστηριότητα και όχι ως ένα φιλελεύθερο πεδίο ίσων και ελεύθερων ατόμων (είτε ανταγωνιζόμενων είτε συνεργαζόμενων). Η πολιτικοποίηση της οικονομίας από τους θεωρητικούς της «έκτακτης ανάγκης» του Μεσοπολέμου συνδέεται με μια ολόκληρη περίοδο όπου η αυξημένη παρέμβαση του κράτους (δημοκρατική ή αντιδημοκρατική, «δεξιά» ή «αριστερή») στην οικονομία και στην κοινωνία, ως «ατμομηχανή» της καπιταλιστικής ανάπτυξης αλλά και άμβλυνσης των ταξικών αντιθέσεων, θεωρείται από την μεγάλη πλειοψηφία ως δεδομένη. Η ένταση της ταξικής σύγκρουσης θα αμβλυνόταν μέσα από ένα ισχυρό και οικονομικά παρεμβατικό κράτος, το οποίο όμως σε αντίθεση ακόμη και με τη «μαρξιστική» σοσιαλδημοκρατία, θα υπέτασσε και θα διέλυε τις ισχυρές εργατικές οργανώσεις ως διασπαστικές της εθνικής και κρατικής ενότητας.
Ο σύγχρονος μονοπωλιακός καπιταλισμός, «διεθνοποιημένος» και ακραία «οικονομικά φιλελεύθερος», εμφορείται από μια ριζικά αντίθετη ιδεολογία, η οποία φαίνεται να θέτει την οικονομία στο τιμόνι και την «πολιτική» στη θέση της θεραπαινίδας της. Λέμε «φαίνεται» διότι στην πραγματικότητα και πάλι γίνεται λόγος για ένα διευρυμένο και εξοπλισμένο με έκτακτες εξουσίες κράτος, το οποίο θέλει να απορροφήσει-ενσωματώσει όλο τον πληθυσμό στην βιοπολιτική του διακυβέρνηση.[8] Αυτό όμως το «διευρυμένο και έκτακτο κράτος» νομιμοποιείται με εντελώς διαφορετικούς τρόπους απ’ ό,τι στον κλασσικό φασισμό. Η ιδεολογία του κατ’ αρχήν υπερτονίζει την πλήρη οικονομική απελευθέρωση του ατόμου- επιχειρηματία από την κρατική εξάρτηση και την κοινωνική δέσμευση. Ο ιδεολογικός φορέας του δεν είναι η εθνική κοινότητα αλλά ο διεθνής επιχειρηματίας και η δραστηριότητά του. Η πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαχείριση των φιλελεύθερα οριοθετημένων και συμπυκνωμένων οικονομικών μεγεθών. Η πολιτική του νεοφιλελευθερισμού συνταγματοποιείται και θεσμοποιείται ολοκληρωτικά. Ο ιδεατός πολιτικός δεν είναι ο «βοναπαρτικός» και εθνικιστής-κρατιστής πολιτικός του Μεσοπολέμου, αλλά ο κοσμοπολίτης manager των αρχών του 21ου αιώνα, ο πολιτικός τύπου Μπερλουσκόνι. Με αυτήν την έννοια, αναπαράγεται μια αντίστροφη τάση από εκείνη της ισχυρής αυτονομίας της πολιτικής από την οικονομία, αυτή της πλήρους υπαγωγής της πολιτικής στην οικονομία. Το νέο ισχυρό κράτος είναι ένα κράτος-επιτελείο της αναδιάρθρωσης και όχι ένα παρεμβατικό και διαιτητικό κράτος.
Η υπαγωγή της πολιτικής στην οικονομία έχει εμφανισθεί και επικρατήσει προτού αναδυθούν οι όψεις του σύγχρονου κράτους έκτακτης ανάγκης με την κρίση του 2008 και εφεξής. Τα μετά-δημοκρατικά κόμματα στη Δύση αλλά και τα αντίστοιχα κομματικά συστήματα από τις αρχές του ’80 και μετά, λειτουργούν όχι ακριβώς ως προγραμματικές-εναλλακτικές αλλά ως συμπληρωματικές επιλογές κοινωνικής νομιμοποίησης και επιβολής των συμφερόντων του κεφαλαίου και ιδίως της χρηματιστικής-μονοπωλιακής του μερίδας.[9] Κριτήριο ένταξης σε αυτό το μάλλον μονοδιάστατο ιδεολογικό σύμπαν είναι η συμμόρφωση με την νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία και η εγγραφή απλών αποχρώσεων της στις στρατηγικές κοινωνικής νομιμοποίησης. Μια από αυτές είναι και η μετατροπή της σοσιαλδημοκρατίας σε μια σοσιαλφιλελεύθερη κοινωνική και πολιτική δύναμη.
Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο ότι μέχρι το 2008, υπονομεύεται συστηματικά αλλά δεν καταλύεται η κοινωνική και δημοκρατική διάσταση του Συντάγματος. Στην Ελλάδα, μετά τις μνημονιακές πολιτικές έχουμε μια πλήρη ανατροπή των σχετικών συνταγματικών δεσμεύσεων Ενώ στην πρώιμη μετά-δημοκρατική περίοδο, παρά τις διαδοχικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις ως απαντήσεις στην κρίση του 1973, ο συνταγματικός κανόνας διατηρεί μια ορισμένη ισχύ στη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων και, άρα, διασώζονται ορισμένες σταθερές της φορντιστικής περιόδου, τώρα ο κανόνας της έκτακτης ανάγκης απονομιμοποιεί πλήρως την νομική ρύθμιση του κοινωνικού κράτους (legalisation of the delegalisation κατά την ορολογία του Τζ. Αγκάμπεν). Κανόνας γίνεται η εξαίρεση της οικονομικής και κοινωνικής ρύθμισης. Έχουμε μια ανατροπή των παλαιών αναβλητικών συνταγματικών συμβιβασμών, χάριν των οποίων θεσπίστηκαν οι μορφές του συνδικαλισμού, της εργατικής διεκδίκησης και των κοινωνικών-εργασιακών συμφερόντων. Αυτοί οι συμβιβασμοί θα ίσχυαν όσο δεν άλλαζε ριζικά ο ταξικός συσχετισμός δύναμης. Στην ουσία αλλάζει ο «κυρίαρχος».[10] Ο «κυρίαρχος» δεν είναι πλέον η συνισταμένη των ταξικών βουλήσεων, έστω με υπεροχή του κεφαλαίου, αλλά η καθαρή ταξική βούληση του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Με αυτήν την έννοια έχουμε μια καταστρατήγηση της συνταγματικής μορφής: οι ρυθμίσεις-«δικαιώματα» που αφορούν στην επιχειρηματικότητα αποκτούν «απόλυτη» προστασία, ενώ αυτές που αφορούν την κοινωνική προστασία παύουν να έχουν ρυθμιστική δύναμη λόγω της «έκτακτης ανάγκης» της δημοσιονομικής κρίσης. Παρατηρείται λοιπόν ένας δυισμός της συνταγματικής μορφής, ο οποίος συνιστά μια καλυμμένη μορφή του άρθρου 48 («κατάσταση πολιορκίας). Στην ουσία, οι διατάξεις που αφορούν στη συνδικαλιστική και κοινωνική προστασία αναστέλλονται ωσότου γυρίσουμε σε κάποια «οικονομική ομαλότητα», στην πράξη επ’ αόριστον.
H ανάδυση όψεων «έκτακτης ανάγκης» στην Ελλάδα, αποτελεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα για το σύνολο των χωρών του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Συνιστά μια ολοκλήρωση όψεων του μετά-δημοκρατικού πολιτικού προγράμματος αλλά σε έναν συσχετισμό δυνάμεων α) αφενός μεν πιο αρνητικό συνολικά για το εργατικό κίνημα και β) αφετέρου δε πιο πιεστικό για την άρχουσα τάξη, προκειμένου να λάβει «μέτρα» ρύθμισης της κατάστασης, καθώς οξύνονται οι αντιφάσεις και τα ζητήματα λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος.
Οι αλλαγές στη λειτουργία των αστικών κομμάτων στο σύγχρονο κράτος έκτακτης ανάγκης
Το οικονομικό-φιλελεύθερο «κράτος έκτακτης ανάγκης» επιφέρει ριζικές ανακατατάξεις στη λειτουργία των κομμάτων. Τα αστικά κόμματα εξουσίας παύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό να λειτουργούν ως φορείς μεταβίβασης αιτημάτων των κάτω προς τους πάνω. Παύουν να έχουν οποιαδήποτε αυτονομία από τον κρατικό εκτελεστικό μηχανισμό, εθνικό ή και διεθνή/ περιφερειακό («το υπέρ-κράτος της ΕΕ»). Ο εκτελεστικός μηχανισμός παύει να είναι «κομματοκρατούμενος», ενώ αντίστοιχα τα αστικά κόμματα εξουσίας κρατικοποιούνται πλήρως. Βεβαίως, πάντοτε ο αστικός κρατικός μηχανισμός ως σύνολο ήταν αυτός που χάραζε την ηγεμονική γραμμή –υπάρχει πλέον μια βασική διαφορά: αφαιρούνται από τα κόμματα τα μέσα οργάνωσης της κοινωνικής ενσωμάτωσης και διαμεσολάβησης στην κεντρική ηγεμονική γραμμή. Αυτό επιφέρει μια οξύτατη κρίση των αστικών κομμάτων εξουσίας και δημιουργεί την ανάγκη μιας κομματικής περιφέρειας που θα διατηρεί μια ορισμένη σχέση ακόμη με μη αστικά κοινωνικά συμφέροντα (π.χ. «Δημοκρατική Αριστερά» στην Ελλάδα). Επίσης, άλλο ένα σύμπτωμα της οξύτατης κομματικής κρίσης είναι η απόλυτη εξάρτηση των κομμάτων εξουσίας από την εσωτερική και διεθνή (ιμπεριαλιστική) εκτελεστική εξουσία. Κλασικό παράδειγμα είναι η εξαναγκαστική τους συμμετοχή σ’ ένα μπλοκ συγκυβέρνησης όπως στην Ελλάδα με την κυβέρνηση Παπαδήμου ή στην Ιταλία με την κυβέρνηση Μόντι. Αυτός που αποφασίζει τη συγκυβέρνηση είναι το εγχώριο και, ιδίως, το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο και οι εκτελεστικοί του μηχανισμοί στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίοι δεν διαθέτουν πια καμία δημοκρατική νομιμοποίηση.
Η τυπική τήρηση του κοινοβουλευτισμού σε συνθήκες έκπτωσής του: μια «αμφιλεγόμενη» διαφορά από τον κλασσικό φασισμό
Η ομογενοποίηση της πολιτικής γύρω από τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου επιφέρει και τον επιθανάτιο ρόγχο του κλασικού κοινοβουλευτισμού. Το κοινοβούλιο, από χώρος διαλόγου των εκπροσώπων της άρχουσας τάξης τον 19ο αιώνα και χώρος ρύθμισης αντικρουόμενων συμφερόντων τον 20ο αιώνα, γίνεται πλέον πεδίο επικύρωσης των πιο «σκληρών» επιταγών του κεφαλαίου και μάλιστα με έναν τρόπο που φιμώνει και πετά εκτός κοινοβουλευτικής συναίνεσης όλες τις αντίθετες φωνές (βλ. διαγραφές από το ΠΑΣΟΚ το 2010 -2012, αλλά και από την ΝΔ μετά την καταψήφιση του Μνημονίου 2 από ορισμένους βουλευτές της κλπ). Από το 1974 κι εντεύθεν, είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται ένα τόσο ομοιογενές και αντιδημοκρατικό κοινοβούλιο στην Ελλάδα, υπό συνθήκες «έκτακτης ανάγκης». Κι ας μην μας πουν ότι και μόνη η λειτουργία του κοινοβουλίου είναι απόδειξη της λειτουργίας της δημοκρατίας. Οι ΗΠΑ, επί Μπους Jr, με την κοινωνία φιμωμένη από μια απολύτως αυταρχική νομοθεσία όπως ο Πατριωτικός Νόμος, ήταν τυπικά ένα δημοκρατικό συνταγματικό κράτος, ενώ την ίδια στιγμή προβλέπονταν κρατήσεις χωρίς σύλληψη και έκτακτα στρατοδικεία για τους τρομοκράτες. Ο ίδιος ο Μουσολίνι άλλωστε διατήρησε το κοινοβούλιο ως τα τέλη της δεκαετίας του 1920.[11] Τα συμπτώματα είναι σαφή: ο τρόπος που επιβλήθηκε η κυβέρνηση Παπαδήμου και η κυβέρνηση Μόντι από τους γερμανικούς, ευρωπαϊκούς και ντόπιους καπιταλιστικούς κύκλους, δείχνει καθαρά ότι οι κυβερνήσεις αυτές απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης της Βουλής μόνο τυπικά: στην πραγματικότητα απολαμβάνουν κυρίως της εμπιστοσύνης των χρηματιστικών κεφαλαιακών ομίλων
Δημήτρης Μπελαντής
AristreroBlog.gr