Η τελετουργία ενθρόνισης του Βενιζέλου ήταν ένα χλωμό κακέκτυπο της αντίστοιχης τελετουργίας του 2004. Τότε ο σημερινός αρχηγός δεν είχε τολμήσει να αντιπαρατεθεί στον Γιώργο Παπανδρέου. Τώρα επιδίωξαν να είναι υποψήφιοι ο Παπουτσής και ο Τζουμάκας, αλλά δεν τους το επέτρεψε, επικαλούμενος μια αντιδημοκρατική διάταξη του καταστατικού, η οποία –ας σημειωθεί– είχε παρακαμφθεί το 2007.
Το σημαντικό, όμως, είναι ότι ο Βενιζέλος κληρονομεί όχι ένα μεγάλο κόμμα εξουσίας, αλλά ένα πολιτικά – εκλογικά αποδομημένο κόμμα που έχει προκαλέσει βάναυσα την κοινή γνώμη. Το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ είναι πια ένα μεσαίο κόμμα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν ισχύει πλέον το παλαιό δόγμα, ότι όποιος καθίσει στον «πράσινο θρόνο» αργά ή γρήγορα θα καθίσει και στον πρωθυπουργικό θώκο, λόγω της εναλλαγής των δύο στην εξουσία.
Στο ΠΑΣΟΚ τρέφουν ακόμα την ψευδαίσθηση ότι μπόρα είναι και θα περάσει. Η ψηφοφορία με τον έναν υποψήφιο, μάλιστα, ενίσχυσε αυτή την ψευδαίσθηση. Ο αριθμός των συμμετεχόντων που ανακοινώθηκε είναι πράγματι εντυπωσιακός, εάν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι άνευ πολιτικής σημασίας. Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ισχυρίζεται ό,τι θέλει, αφού δεν υπήρξε ούτε δημόσιος έλεγχος αλλά ούτε και ο έλεγχος που δημιουργεί η ύπαρξη ανθυποψηφίων.
Ο Βενιζέλος είχε ζωτικό συμφέρον να εμφανίσει μεγάλο αριθμό ψηφισάντων και για να αυξήσει τη δική του πολιτική νομιμοποίηση και για να συσπειρώσει τα υπολείμματα του άλλοτε κραταιού Κινήματος. Εάν κρίνουμε από τις επώνυμες καταγγελίες για τη μη τήρηση στοιχειωδών κανόνων, το «φούσκωμα» του αριθμού δεν ήταν καθόλου δύσκολο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το συρρικνωμένο πια ΠΑΣΟΚ αναγορεύει τον Βενιζέλο αναμφισβήτητο αρχηγό σε μια περίοδο που αυτός έχει σε μεγάλο βαθμό καεί πολιτικά στα μάτια των πολιτών, λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου του στην εφαρμογή της πολιτικής του Μνημονίου. Είναι κι αυτό μια επιβεβαίωση ότι το ΠΑΣΟΚ έχει χάσει την επαφή του με την κοινωνία.
Το Μνημόνιο καταστρέφει τα κόμματα που το υποστηρίζουν, τροφοδοτώντας την πολιτική ρευστότητα. Οι επικείμενες εκλογές θα αλλάξουν ριζικά το σημερινό πολιτικό σκηνικό, αλλά δεν αναμένεται να αναδείξουν παγιωμένο συσχετισμό δυνάμεων. Μετά την υπερψήφιση του νέου Μνημονίου, η ΝΔ έχει αρχίσει να χάνει έδαφος. Δεν κινδυνεύει η πρωτιά της, αλλά έσβησε κάθε ελπίδα αυτοδυναμίας.
Ο Σαμαράς είχε παλαιότερα δηλώσει ότι εάν δεν εξασφαλίσει αυτοδυναμία θα ξαναστήσει κάλπες. Είναι, όμως, ελάχιστα πιθανό να το κάνει για τους εξής λόγους: Πρώτον, η πρόκληση νέων εκλογών θα θεωρηθεί από την κοινή γνώμη πολιτικός τυχοδιωκτισμός σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για τη χώρα. Δεύτερον, τόσο η τρόικα όσο και η εγχώρια επιχειρηματική και μιντιακή ελίτ θα του ασκήσουν ασφυκτικές πιέσεις για να τον αποτρέψουν. Τρίτον, η επανάληψη των εκλογών δεν πρόκειται να προσφέρει στη ΝΔ αυτοδυναμία, επειδή έχει ήδη αρχίσει ο χρόνος να δουλεύει εναντίον της. Η επιρροή της βρίσκεται πια σε καθοδική και όχι σε ανοδική τροχιά. Ένα σημαντικό τμήμα της «λαϊκής Δεξιάς» δικαιολογημένα αντιμετωπίζει πια τη ΝΔ σαν «συνεργό στο έγκλημα», γι’ αυτό και θα αναζητήσει δοχεία για την ψήφο διαμαρτυρίας του. Και τέτοια δοχεία πια υπάρχουν. Δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα του Καμμένου φαίνεται –στις δημοσκοπήσεις– να εξασφαλίζει την άνετη είσοδό του στη Βουλή.
Στην πραγματικότητα, ο μόνος δρόμος για τον Σαμαρά θα είναι να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με τον Βενιζέλο. Κι αυτό επειδή ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχουν αποδεχτεί την κοινή προγραμματική βάση που συνιστά το νέο Μνημόνιο. Εάν οι εξελίξεις πάρουν αυτή την τροπή, η πολιτικο-εκλογική αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ θα κλιμακωθεί και κυρίως θα οριστικοποιηθεί. Όσον αφορά στη ΝΔ, αυτή θα ακολουθήσει το δρόμο που χάραξε το ΠΑΣΟΚ. Απλώς η δική της αποδόμηση θα συντελεστεί με διαφορά χρονικής φάσης. Προς τα τέλη του 2012 τα δημοσκοπικά ποσοστά και των δύο κυβερνητικών κομμάτων θα έχουν σημειώσει νέα αρνητικά ρεκόρ, παροξύνοντας την κρίση πολιτικής νομιμοποίησης.
epikaira
|