Επόρευσαν οι βασιλείς και εκ του οίνου
της πορνείας
εμεθύσθησαν οι κατοικούντες την γην.
Κάτω απ’ τα λάβαρα της Ρώμης
στην τέντα της Μαγδαληνής
εσύ πατέρας της συγγνώμης
κι εμείς παιδιά της ηδονής.
Ζοφώδης και ασέληνος ο έρως της
αμαρτίας.
Βραχνή ακούστηκε η
κραυγή
Στα καπηλιά της πολιτείας
Εσύ αμνίον για σφαγή
Κι εμείς κριοί της αμαρτίας.
Το πολύτιμον μύρον η πόρνη έμιξε μετά
δακρύων και εξέχεεν
εις τους αχράντους πόδας σου.
Δε σε πτόησαν οι Πιλάτοι
ουτ’ ο καιρός που ειν’ εγγύς
εσύ στων ουρανών τα πλάτη
κι εμείς παρείσακτοι της γης.
Εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας
ο πιστεύων εις
εμέ εν τη σκοτία μη μείνη.