Του Κωστή Παπαγιώργη
Ένα αισιόδοξο κείμενο για τη σημερινή κατάσταση και δη για τον «ελληνικό χαρακτήρα» με την υπογραφή του Βασίλη Καραποστόλη – τίμιο κείμενο και με ακόμα πιο τίμια διάθεση – μας δίνει την ευκαιρία να σχολιάσουμε αν μη τι άλλο βασικά γνωρίσματα του νεοέλληνα που, όσο κι αν «πουλάει» μέγα παρελθόν στον εαυτό του και στους ξένους, ουσιαστικά η παρουσία του ως νεοπαγές κρατίδιο μόλις που αγγίζει το διάστημα δύο περίπου αιώνων. Ο Καραποστόλης είναι κατηγορηματικός: «καλύτερα ένας λαός να είναι ελαττωματικός παρά να μην είναι τίποτα. Κατήγοροι κάθε λογής φορτώνουν στον πληθυσμό όλα τα κουσούρια που θα χρειάζονταν για να θεωρηθεί ο πληθυσμός αυτός οριστικά χαμένος – φαίνεται πως τον έχει σφραγίσει η διαφθορά, η οκνηρία και η κουτοπονηριά».
Αν δεχθούμε ότι για πρώτη φορά στη σύντομη ιστορία του το κράτος (μας) βίωσε μισό αιώνα χωρίς πόλεμο, τότε συμπεραίνουμε εύκολα ότι από το ’21 έως σήμερα διεξήχθησαν πολλοί απελευθερωτικοί πόλεμοι, αρκετοί εμφύλιοι, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, επώδυνες γεωγραφικές διευρύνσεις ή συρρικνώσεις της χώρας, οπότε θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτός ο λαός δεν πρόλαβε να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Οι κοινωνικές αναστατώσεις (το φυλετικό μας χούι) ευνόητο ήταν να προβάλλουν τον κατσαπλιάδικο χαρακτήρα του νεοέλληνα που γενικά διέπρεψε στις στρατιωτικές αναμετρήσεις, αλλά όταν επέστρεψε στα ειρηνικά έργα είχε να κάνει με ρημαδιό. Και μόνη η διαπίστωση οτι η λέξη « μάγκας» κυριάρχησε (από τη « μάγκα», την ορδή των παρανόμων…), επιτρέπει να ισχυριστούμε οτι ο νεοέλληνας ήταν εκ των πραγμάτων περισσότερο με τον πόλεμο παρά με την ειρήνη.
Αλλά το πλέον σημαντικό είναι ότι στις ειρηνικές εποχές δεν ξεχνούσε τα πολεμικά μέσα. Ήδη από την εθνική Επανάσταση ίσχυε το εξής αξίωμα : «όστις κλέπτει το κράτος ουδένα κλέπτει». Ο λόγος; Επί οθωμανικής εποχής οι χριστιανοί αντιμετώπιζαν την εξουσία ως τύραννο. Μετά την απελευθέρωση το κράτος πέρασε σε « ξένα χέρια», πως λοιπόν ο νεοέλληνας να αποδεχθεί τον ρόλο του συνεπούς πολίτη που εχθρεύεται την ασυδοσία (ως γνωστόν « ασύδοτος» είναι αυτός που δεν συνεισφέρει στα κοινά…), όταν θεωρούσε το κράτος ξένο μηχανισμό;
Η μόνη δυνατότητα συμφιλίωσης με το κράτος ήταν βέβαια η υποστήριξη των πολιτικών κομμάτων. Εκεί πια ο νεοέλλην διέπρεψε παταγωδώς. Τα σχόλια περιττεύουν. Οι κομματικοί σχηματισμοί λίγο πολύ έπαιρναν – και παίρνουν – το νόημα εμφύλιων συγκρούσεων άνευ όπλων. Τυχαία μήπως η πιο τονισμένη μουτσούνα στην κοινωνία μας είναι ο κομματάρχης, ο συνδικαλιστής και ο φανατικός οπαδός; Η πιο διαδεδομένη πεποίθηση αφορά το άτομο και την οικογένεια: εμείς να είμαστε καλά κι αυτοί (δηλ. Οι υπόλοιποι) να πάνε να γαμηθούνε!
Το μόνο που ξεχνάμε είναι ότι ο κρατικός μηχανισμός αποτελεί δεύτερο μυαλό του πολίτη, συχνά λυσάρι για τις ανάγκες του, με άλλα λόγια ότι η ζωή περνάει μέσω των άλλων για να φτάσει σε μας. Λόγω πολιτικού μένους ο νεοέλλην παρέμεινε παιδί, κοιμάται και ξυπνάει με την έχθρα αφήνοντας τα υπόλοιπα για το μέλλον. Όταν λοιπόν ο Καραποστόλης διερωτάται: «Τι να κάνουμε τον ελεύθερο χρόνο;» η απάντηση είναι απλή: για να περάσουμε επιτέλους στο μέλλον.