Ο
υγειονομικός που μπορεί να «κολλήσει» τον ευάλωτο ασθενή του είναι το
ισχυρότερο επιχείρημα του οπλοστασίου της υποχρεωτικότητας. Η ηθική
διαίσθηση λέει ότι υπάρχει αληθής σύγκρουση συμφερόντων που δεν μπορεί
ν’ απαντηθεί απλώς με την επίκληση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του
σώματος και της αρχής της μη παρέμβασης.
Ισχυρή ηθική υποχρέωση
Για να θεμελιωθεί η ηθική υποχρέωση θα πρέπει να συντρέχουν
προϋποθέσεις: Ο συλλογικός στόχος (ανοσία αγέλης) να μην επιτυγχάνεται
με λιγότερο αναγκαστικά μέσα (π.χ. επιμόρφωση). Αυτό που διακυβεύεται να
είναι επαρκώς σημαντικό. Το εμβόλιο να είναι αποτελεσματικό ως μέσο και
διαθέσιμο για όλους. Να έχουν αντιμετωπιστεί πειστικά οι επιφυλάξεις.
Τούτων
δοθέντων, δημιουργείται ισχυρή ηθική υποχρέωση στο να μην μολύνεις τους
άλλους! Τότε η αναγκαστικότητα μπορεί να συζητηθεί. Παράλληλα υπάρχει
και η ηθική υποχρέωση της εξασφαλισμένης ασφάλειας του εμβολίου,
ιδιαίτερα για όποιο κράτος επιθυμεί να το καταστήσει αναγκαστικό.
Αναπάντητα ερωτήματα
Ακόμη
και αν συντρέχει ηθική υποχρέωση, η θέσπιση υποχρεωτικότητας έχει σειρά
ζητημάτων να αντιμετωπίσει. Ας δούμε, ενδεικτικά, μερικά από αυτά:
Οι
ευάλωτοι ασθενείς διέτρεχαν ανέκαθεν κίνδυνο να μολυνθούν από τους
υγειονομικούς και με όλους τους προηγούμενους ιούς. Προτασσομένου σήμερα
του συμφέροντος τους, μέχρι που μπορεί να φθάσουν οι υποχρεώσεις του
υγειονομικού υπαλλήλου; Π.χ. πόσες φορές ακόμη οφείλει να εμβολιαστεί,
αν τυχόν μεταλλάξεις τροποποιήσουν τα σημερινά δεδομένα;
Δεδομένου
ότι καμία φαρμακευτική παρέμβαση δεν είναι άμοιρη κινδύνων, πόσο
«σίγουρο» θα πρέπει να θεωρηθεί ένα φάρμακο ώστε να σταθεί θέμα
«υποχρεωτικότητας»; Άλλως φαίνεται ως να συντρέχει κάποιο καθήκον
ηρωισμού και αυτοθυσίας, με ένα εμβόλιο που διαθέτει «επείγουσα» άδεια.
Νομιμοποιείται
ένα κράτος να λάβει μέτρα εναντίον ενός υγιούς μη εμβολιαζόμενου ενώ
δεν λαμβάνει μέτρα εναντίον ασθενών με ανορθολογικές συμπεριφορές ή
αποφάσεις; Πόσο αναλογικό είναι το να συμβούν όλα αυτά σε έναν υγιή
απλώς με την επίκληση ενός δυνητικού κινδύνου;
Το κριτήριο με το
οποίο προηγούνται η ΕΜΑΚ και το Π.Ν. αφορά αποκλειστικά την
ελαχιστοποίηση των ατομικών αντιδράσεων. Ακόμη και στους υγειονομικούς η
έμφαση είναι πάντα στο βολικό Δημόσιο και δεν διευκρινίζεται το αν θα
ισχύσουν όλα αυτά και για τους ιδιώτες υγειονομικούς. Θα κλείσουν άραγε
και τα ιατρεία ή θα έχουμε πάλι δυο μέτρα και δύο σταθμά;
Αν η
μετάθεση ή η αποβολή αποτελούν αρνητικό κίνητρο για όσους θεωρούν τη
θέση τους άξια διατήρησης, τι γίνεται με όσες θέσεις δεν έχουν τέτοια
χαρακτηριστικά; Αν κάποιον εργαζόμενο, στους καιρούς του burn out, δεν
τον πιέζει επαρκώς η επαπειλούμενη εργασιακή μεταβολή, μήπως εμφανιστούν
και ισχυρότερα αρνητικά κίνητρα;
Οι γενικεύσεις, ακόμη κι όταν
αφορούν υγειονομικούς κι όχι πυροσβέστες, είναι ύποπτες. Αν πρέπει
οπωσδήποτε να είναι εμβολιασμένος ένας ψυχολόγος ή ένας
ακτινοδιαγνώστης, που η φυσική επαφή τους με τον ασθενή είναι εκ του
μακρόθεν ή και ανύπαρκτη, πώς αυτό το κράτος – άτεγκτος πατερούλης
δικαιολογεί τη στάση του σε εργοστάσια και λεωφορεία;
Αν το κράτος
διαθέτει ή επιλέγει μόνο το πιο φθηνό σκεύασμα γι’ αυτή τη χρήση,
συνεχίζει να συντρέχει η “υποχρεωτικότητα”; Κι αν όχι, γιατί, εφόσον το
συλλογικό καλό και πάλι υπερέχει επιδημιολογικά, το δε «φθηνό» σκεύασμα
είναι εξίσου νόμιμα “προσωρινά” αδειοδοτημένο.
Αν η δημόσια υγεία
υπερτερεί παντού και πάντα, θα μπορούσε να καθιερωθεί άραγε και ένα
μικρό χαπάκι κάθε πρωί που θα αυξάνει την παραγωγικότητα και την καλή
διάθεση των υγειονομικών, προς όφελος πάντα των ασθενών και της
παρεχόμενης περίθαλψης; Συμβαίνει ήδη σε καλλιτέχνες και αθλητές…
Ανάμεσα
στις ηλικιακές ομάδες, στα φύλα και στα διαφορετικά υγειονομικά
profiles διαφέρουν αισθητά οι επιπτώσεις της νόσησης με Covid-19.
Δεδομένης της μεγάλης διαφοροποίησης στον ατομικό κίνδυνο, πως
εξισώνονται οι συμπεριφορές; Υπόρρητα το προσωπικό συμφέρον
παραμερίζεται και ως κύριος συντελεστής αναδύεται το συλλογικό. Η τυχόν
κατάχρηση αυτού του καταναγκασμού θα επάγει τις αρνητικές στάσεις.
Η
υποχρεωτικότητα αυτομάτως εγείρει θέμα κρατικής αποζημίωσης, ασχέτως
του αν θα έχει υπάρξει προειδοποίηση για την παρενέργεια και του αν θα
έχει συντρέξει σφάλμα. Υπάρχει και σχετική πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ. Η
υποχρεωτικότητα, μη αφήνοντας ουσιαστικώς περιθώρια κρίσης και επιλογής,
σημαίνει την ανάληψη από πλευράς του κράτους όλης της ευθύνης. Οπότε το
παιγνίδι με τις λέξεις, για το τι σημαίνει και τι όχι
«υποχρεωτικότητα», δεν είναι αθώο.
Οι πιο ισχυρές αντιρρήσεις
Η
μη πλήρης ή «προσωρινή» αδειοδότηση των εμβολίων, λόγω του επείγοντος
των επιπτώσεων της πανδημίας, βασίστηκε στο επιδημιολογικό επιχείρημα
ότι οι εμβολιαστικοί κίνδυνοι θα είναι μικρότεροι. Ένα επιχείρημα
εύλογο, όταν μιλά κάποιος για πληθυσμούς, αλλά χωρίς ισχύ στο να
πειθαναγκάσει κάποιον σε προσωπικές αποφάσεις. Δεν μπορεί να
«υποχρεωθεί» κάποιος σε διακινδύνευση, όσο συμφέρουσα κι αν εμφανίζεται
αυτή.
Η στιγμή όπου το χαμηλό ποσοστό παρενεργειών προσωποποιείται
καθίσταται καθοριστική. Όσο λοιπόν το status αδειοδότησης παραμένει
προσωρινό ή επείγον, διατηρείται και το σχετικό δικαίωμα βέτο, το οποίο
χρήζει προστασίας κι όχι παραπλανητικής παράκαμψης με δικολαβίστικους
χειρισμούς. Το ζήτημα του status αδειοδότησης προφανώς δεν μπορεί να
λυθεί σε εθνικό επίπεδο.
Ο δεύτερος φόβος είναι μην τυχόν, διά της
εξαίρεσης μικρών ομάδων, διολισθήσουμε τελικά στη γενίκευση, πράγμα που
γίνεται εμφανές με αφορμή την ΕΜΑΚ.
Οι μη εμβολιασμένοι ιατροί
είναι σήμερα 12% στον ιδιωτικό τομέα και 18% στο ΕΣΥ. Αν αφαιρεθούν όσοι
δεν εμβολιάστηκαν ακόμη λόγω φυσικής ανοσίας από νόσηση ή λόγω
αντενδείξεων, μιλάμε για έναν μικρό αριθμό, που δεν είναι όλοι τους σ’
επαφή με ασθενείς. Αυτοί θα μπορούσαν να απομακρυνθούν από τις επίμαχες
θέσεις συναινετικά. Η αληθινή διακύβευση δεν δικαιολογεί τον παραγόμενο
θόρυβο και τη σχετική σύγχυση.
Η συζήτηση που άνοιξε τροφοδοτεί
στην πιο ακατάλληλη στιγμή την καχυποψία. Για ένα πολύ μικρό όφελος
διακυβεύονται πολύ σοβαρότερες αρνητικές επιπτώσεις. Η επιτυχία του
εμβολιαστικού προγράμματος είναι μια άσκηση εμπιστοσύνης και η
αδιαφάνεια των προθέσεων ή η αναξιοπιστία των διαδικασιών είναι
ιδιαιτέρως βλαπτικές. Σίγουρο όφελος θα προκύψει μόνο για τα δικηγορικά
γραφεία που θα προσδώσουν εκλογίκευση και νομικό έρεισμα στην κάθε
είδους επιφύλαξη.
Συμπεράσματα
Ο
υποχρεωτικός εμβολιασμός του γενικού κοινού είναι σπάνιος και
επιδημιολογικά αχρείαστος, τα δε μέσα που θα χρειαστεί σίγουρα θα έχουν
σοβαρές επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη. Αν αυτός είναι ο απώτερος σκοπός με
την κίνηση της ΕΜΑΚ, τότε πρόκειται περί του υπερβάλλοντος ζήλου του
ερασιτέχνη. Τα στοιχεία όσον αφορά την ασφάλεια στα παιδιά είναι
ανεπαρκή, οπότε δεν μπορεί να προστεθεί στους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς
– προϋποθέσεις για το σχολείο.
Στην πραγματικότητα η
υποχρεωτικότητα σε ομάδες υγειονομικών και ανθρώπων που φροντίζουν
ευάλωτους σε ιδρύματα είναι η μόνη πιθανή εξαίρεση. Πρέπει όμως να είναι
ισχυρά τεκμηριωμένη, θεσμικά περιφρουρημένη από αυθαίρετες γενικεύσεις,
επικοινωνιακά κατανοητή, νομικά ισχυρή και απαλλαγμένη από πολιτικές
ιδιοτέλειες όπως… το να βγάλει κανείς τον άλλο «ψεκασμένο».
Οι
νεοσσοί της πολιτικής επικοινωνίας που αντιμετωπίζουν την υγεία του
ελληνικού λαού με όρους τηλεοπτικού πρωινάδικου ας παίξουν με το
κουβαδάκι τους σε άλλη παραλία. «Όλα αξιολογούνται κι όλα
εξετάζονται…», όπως θα έλεγε και η κ. Πελώνη.
* Ο Παναγιώτης Τζανετής είναι γιατρός, πρώην πρόεδρος του ΕΚΑΒ