Σε επίπεδα Ανατολικής Ευρώπης κινήθηκε η ιδιωτική κατανάλωση επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη και πολύ κάτω του Ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε το 2021 στο 75% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ελαφρώς υψηλότερα σε σύγκριση με το 2020 (74%), αλλά κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα.
Υπενθυμίζεται ότι το 2019 είχε διαμορφωθεί στο 77% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αυτό, βεβαίως, που είναι κάτι παραπάνω από εμφανές είναι ότι παρά την όποια ανάκαμψη καταγράφηκε τα τελευταία χρόνια προ πανδημίας, η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση δεν επέστρεψε ποτέ στα προ του 2010 επίπεδα.
Σημειώνεται ότι το 2010 ήταν στο 94% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, για να υποχωρήσει το 2011 στο 87%, το 2012 στο 81%, το 2015 στο 79% και το 2016 στο 77%. Το 2017 και το 2018 αυξήθηκε στο 78%, για να υποχωρήσει ξανά το 2019 και ακόμη περισσότερο τη διετία 2020-2021.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στα πέντε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τη χαμηλότερη πραγματική ιδιωτική κατανάλωση. Στη χειρότερη θέση βρίσκεται η Βουλγαρία (35% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), ενώ ακολουθούν η Ουγγαρία (30% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), η Σλοβακία (29% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), η Κροατία (28% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) και η Ελλάδα (25% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο).
Η μεγαλύτερη πραγματική ιδιωτική κατανάλωση, κατά 44% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο και ακολουθούν η Γερμανία με 20% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η Δανία στο 119% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, η Αυστρία στο 117% και το Βέλγιο στο 116%.
Ακολουθεί αναλυτικός πίνακας με την αγοραστική δύναμη των κρατών στην Ε.Ε