Γιώργος Στούμπος
Στη χώρα μας, πριν καλά καλά λήξει η περίοδος της ενισχυμένης εποπτείας, ανέτειλε η περίοδος της ενισχυμένης αβεβαιότητας. Η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουν οι ευάλωτες οικονομίες της Ευρωζώνης (όπως η Ιταλία και η Ελλάδα), με την άνοδο του πληθωρισμού, τη διεύρυνση των διαφορών αποδόσεων των ομολόγων (spreads) από τα αντίστοιχα γερμανικά και τη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης, είναι πολύ πιο σοβαρή και επικίνδυνη υπόθεση για να αντιμετωπιστεί μόνο με τα παλιά εργαλεία νομισματικής πολιτικής. Η πρόσφατη παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει περισσότερο καθησυχαστικό χαρακτήρα παρά αποτρεπτικό μακροπρόθεσμα. Στέλνει ένα σαφές μήνυμα στις αγορές ότι η ΕΚΤ είναι εδώ, αλλά για πόσο διάστημα θα «είναι εδώ» δεν είναι καθόλου σίγουρο.
Με τα μέτρα αυτά η τυραννία των διαφορών αποδόσεων των ομολόγων τίθεται προσωρινά υπό έλεγχο, αλλά η δημοσιονομική σταθερότητα δεν έχει εξασφαλιστεί για τις ευάλωτες οικονομίες, όπως η ελληνική. Οι λόγοι είναι πολλοί και σύνθετοι. Το πρόγραμμα της ΕΚΤ μπορεί να απαιτήσει τεράστια κεφάλαια ανάλογα με τη διάρκεια της κρίσης. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η διαθεσιμότητα κεφαλαίων δεν είναι ποτέ απεριόριστη. Επομένως, η διάρκεια του νέου προγράμματος πρέπει να θεωρείται εξ ορισμού περιορισμένη. Η επάνοδος σε φυσιολογικά επίπεδα πληθωρισμού θα σημάνει και το τέλος αυτής της πολιτικής.
Αυτό που πρέπει να αποσαφηνιστεί, επίσης, είναι ότι η βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα δεν εξαρτάται μόνο από τη βιωσιμότητα του χρέους της. Είναι αναγκαίο και απαραίτητο να διατηρείται ένας σχετικά υψηλός ρυθμός ανάπτυξης. Αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Η ΕΚΤ, ό,τι δίνει με το ένα χέρι, μερικώς τουλάχιστον, το παίρνει με το άλλο. Το επόμενο διάστημα, και ιδιαίτερα μέχρι το τέλος του χρόνου, η ΕΚΤ αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια ως μέτρο απαραίτητο και αναγκαίο για να περιοριστεί ο πληθωρισμός. Αυτό συνεπάγεται αυτόματα μείωση των προοπτικών αύξησης των επενδύσεων. Η πολιτική της ΕΚΤ μπορεί να στέλνει το μήνυμα ότι το δίχτυ προστασίας έχει απλωθεί, αλλά ο επενδυτής, μεγάλος ή μικρός, βιώνει την αβεβαιότητα του αύριο, που τον κάνει πιο συντηρητικό και επιφυλακτικό στις κινήσεις του. Αποτέλεσμα η αναιμική ανάπτυξη. Τους τελευταίους μήνες οι προβλέψεις για ανάπτυξη αναθεωρούνται συνεχώς προς τα κάτω.
Δεδομένου ότι τα οικονομικά προβλήματα είναι υπαρκτά και διαρκώς οξυνόμενα, μια μερίδα πολιτικών ηγετών της Ευρώπης καλούν σε περαιτέρω ενοποίηση της Ενωσης, αλλά υπάρχουν και οικονομικοί ηγέτες, όπως ο κεντρικός τραπεζίτης της Γερμανίας Γιόαχιμ Νάγκελ, που αντιστέκονται σθεναρά στο «εργαλείο κατά του κατακερματισμού». Κατά τη διάρκεια της έκτακτης σύσκεψης της ΕΚΤ στις 15 Ιουνίου εξέφρασε την αντίθεσή του στη νέα πολιτική που αποβλέπει στη μείωση των διαφορών αποδόσεων των ομολόγων στις ευάλωτες οικονομίες της Ευρωζώνης με τη λογική ότι το κόστος δανεισμού πρέπει να το αποφασίζουν οι αγορές, ώστε να στέλνουν τα «πραγματικά» μηνύματα στους αποδέκτες τους. Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι τέτοιες πολιτικές οδηγούν τις κυβερνήσεις σε εφησυχασμό, με αποτέλεσμα να μην κατανοούν ότι βρίσκονται σε θανάσιμο κίνδυνο δημοσιοοικονομικής κατάρρευσης, και πρέπει να παίρνουν δραστικά μέτρα, ανεξάρτητα από το ύψος των επιτοκίων και των διαφορών αποδόσεων των ομολόγων. Εχει και αυτό βέβαια τη δική του λογική. Επίσης, το πρόγραμμα αυτό μπορεί να συνιστά νομισματική χρηματοδότηση των κυβερνήσεων από την κεντρική τράπεζα, η οποία απαγορεύεται από τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες.
Κανείς δεν είπε ότι η διαχείριση της οικονομικής κρίσης είναι εύκολη υπόθεση. Το αντίθετο μάλιστα. Κάθε μέτρο που εφαρμόζεται κάπου τέμνει θετικά, κάπου τέμνει αρνητικά τον επιδιωκόμενο στόχο. Και όλα αυτά είναι συνάρτηση του χρόνου. Θα είναι το νέο εργαλείο νομισματικής πολιτικής αρκετό για να συγκρατήσει το κόστος δανεισμού της χώρας μας όσο χρειαστεί, και όσο είναι αναγκαίο, όπως θα έλεγε ο Μάριο Ντράγκι; Θα συνεχιστεί η ανάπτυξη σε επίπεδα ικανοποιητικά ώστε να βελτιωθεί ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ; Πόσο μακριά είναι το τέλος της κρίσης ως μόνη βασική προϋπόθεση που θα επιφέρει μια κανονικότητα στην ελληνική οικονομία;