Η απεικόνιση της καμπύλης με τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων από το Bloomberg έχει τίτλο «Ελληνική Τραγωδία». Και συνοδεύεται από την επεξήγηση ότι η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου, που την Τρίτη ξεπέρασε ακόμη και το 4,7%, βρίσκεται πια πάνω ακόμη και από τα επίπεδα του πρώτου lockdown και του πρώτου σοκ της πανδημίας.
Στην πραγματικότητα, το κόστος δανεισμού της Ελλάδας (για το οποίο η απόδοση του δεκαετούς τίτλου αποτελεί βαρόμετρο) έχει επιστρέψει στα επίπεδα της διετίας 2015-2016 και του τρίτου Μνημονίου. Το spread μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών ομολόγων άγγιξε επίσης τις 300 μονάδες και αυτός – μαζί με την έκρηξη και των ιταλικών ομολόγων – ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που προκάλεσε χθες την αιφνιδιαστική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Με το κόστος δανεισμού της ευρωπεριφέρειας – κυρίως Ελλάδας, Ιταλίας και Πορτογαλίας – να εκτινάσσεται σε οριακά πια επίπεδα, η Κριστίν Λαγκάρντ συγκάλεσε έκτακτη συνεδρίαση του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και έθεσε σε εφαρμογή σχέδιο κατευνασμού της αγοράς με δύο βασικά όπλα: Το πρώτο είναι η απόφαση της κεντρικής τράπεζας να επιδείξει «ευελιξία» στις επανεπενδύσεις τίτλων που απέκτησε μέσω του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων της πανδημίας (PEPP), ήτοι η υπόσχεση ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να παρέχει, ατύπως και στοχευμένα, φθηνή ρευστότητα στις χώρες της ευρωπεριφέρειας που βλέπουν μπροστά τους την απειλή νέας κρίσης χρέους.
Το δεύτερο είναι η εντολή που έδωσε επίσης η ΕΚΤ στις αρμόδιες επιτροπές του Ευρσυστήματος να επισπεύσουν τον σχεδιασμό ενός «νέου εργαλείου» με στόχο την συγκράτηση των spreads μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων – δηλαδή, την δημιουργία ενός νέου μηχανισμού στήριξης για την αντιμετώπιση του λεγόμενου κατακερματισμού της αγοράς.
Η κίνηση της ΕΚΤ έδωσε μικρή ανάσα και στα ελληνικά και στα ιταλικά ομόλογα, η πρώτη αποτίμηση που κάνουν αγορές και αναλυτές όμως είναι πως πρόκειται για μάλλον άτολμο και αβέβαιο βήμα. Η μορφή που θα έχει ο νέος μηχανισμός παραμένει ασαφής, όπως και ο χρόνος υλοποίησής του, ενώ το χαρακτηριστικό σχόλιο των αναλυτών της Danske Bank ήταν πως οι τραπεζίτες της Φραγκφούρτης «απλώς αγοράζουν χρόνο».
Το ερώτημα για την Ελλάδα είναι πόσο ακριβά θα της κοστίσει η αγορά αυτού του χρόνου, και το ζήτημα για όλη την ευρωπεριφέρεια είναι εάν η ΕΚΤ ρισκάρει να υποπέσει σε νέο ιστορικό λάθος, αντίστοιχο της εποχής Τρισέ και της κρίσης χρέους. Εν ολίγοις, το debate που γίνεται σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αυτή την στιγμή είναι εάν η ΕΚΤ επιλέγει λάθος νομισματική σε λάθος timing αποφασίζοντας να ακολουθήσει την αμερικανική Fed σε επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό και ρισκάροντας μια νέα, βαθιά ύφεση στην οικονομία της ευρωζώνης.
Η προοπτική αυτών των επιθετικών αυξήσεων στο κόστος του χρήματος είναι και ο μοχλός που έχει πυροδοτήσει την εκτίναξη των αποδόσεων των ομολόγων της ευρωπεριφέρειας. Η δε παράμετρος που θέτουν ως καίρια πολλοί οικονομολόγοι είναι ότι η αμερικανική και η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκονται σε εντελώς διαφορετική φάση – ότι η Fed μπορεί να τολμά την αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75% μέσα σε μια νύχτα (την μεγαλύτερη αύξηση των τελευταίων 28 χρόνων), όμως η αμερικανική οικονομία έχει και τα αποθέματα και την δυναμική για να αντέξει ένα σοκ απόσυρσης ρευστότητας. Αντιθέτως η Ευρώπη, η οποία καταβάλει και το μεγαλύτερο τίμημα στον πόλεμο της Ουκρανίας και των κυρώσεων, έχει μια οικονομία εξαιρετικά ευάλωτη, με δομικές παθογένειες και με ανοιχτές ακόμη πληγές από την κρίση της πανδημίας.
Η πιο ηχηρή, δε, προειδοποίηση ότι η ΕΚΤ παίρνει λάθος δρόμος ακολουθώντας την νομισματική πολιτική των «γερακιών» έχει έρθει, μέχρι στιγμής, από τον Μάριο Ντράγκι. Ο ίδιος ο ιταλός πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ πήρε δημόσια αποστάσεις από την προαναγγελία Λαγκάρντ για νομισματική σύσφιξη και αυξήσεις επιτοκίων εν μεσω οικονομικής επιβράδυνσης, ενώ χθες ένας από τους πιο στενούς συμβούλους του Ντράγκι, ο Φραντσέσκο Τζιαβάτζι, έκρουσε ευθέως συναγερμό προς την πλευρά της Φραγκφούρτης:
«Η άνοδος των spreads και των επιτοκίων», προειδοποίησε, «θα πλήξει ευθέως την ιδιωτική κατανάλωση – κι αυτό δεν θα γίνει αμέσως, θα το δούμε σε μερικούς μήνες. Η ΕΚΤ χρησιμοποιεί την αύξηση των επιτοκίων για να ρίξει τον πληθωρισμό, αλλά χρησιμοποιεί λάθος εργαλείο. Διότι στην Ευρώπη δεν έχουμε πληθωρισμό που τροφοδοτείται από την ζήτηση, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Ο πληθωρισμός στην Ευρώπη είναι συνέπεια της εκτίναξης του κόστους του φυσικού αερίου, και όχι του οικονομικού κύκλου».
Η θέση Τζιαβάτζι υιοθετείται και από αρκετούς άλλους οικονομολόγους στο θερμό και ανοιχτό ευρωπαϊκό debate των τελευταίων ημερών , από το οποίο πάντως η Ελλάδα – εάν και βαριά πληττόμενη – είναι ξανά απούσα.
Ο έλληνας πρωθυπουργός, όπως ο ίδιος κατέστησε σαφές χθες στην Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ δεν βλέπει ιδιαίτερους λόγους ανησυχίας, βλέπει αντιθέτως ενίσχυση της «εικόνας της χώρας» που αποτυπώνεται στα αγορές και στις αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους, και θεωρεί ότι παρά το χρέος-ρεκόρ η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από τις υπόλοιπες οικονομίες του νότου.
Διότι, όπως επίσης είπε στον ΣΕΒ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχουμε χαμηλές ανάγκες αποπληρωμής χρέους, «το brand Ελλάδα έχει αλλάξει σημαντικά προς το καλύτερο» και, επιπλέον, ενώπιον του ιλιγγιώδους πληθωρισμού τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είναι θωρακισμένα χάρις στα χρήματα που τους δόθηκαν στην διάρκεια της πανδημίας.
Είναι προφανές πως η «ελληνική τραγωδία» μπορεί να απασχολεί το Bloomberg και να φοβίζει την κυβέρνηση Ντράγκι, δεν απασχολεί όμως και δεν αξιολογείται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.