Παύλος Νεράντζης
Τον Οκτώβριο του 2001, όταν από τα σύνορα Πακιστάν Αφγανιστάν κάλυπτα
την επέμβαση των αμερικανικών δυνάμεων ανέφερα μεταξύ άλλων ότι «πόλεμος
για πάντα είναι ό,τι βιώνουν οι τελευταίες γενιές στο Αφγανιστάν. Μετά
τον πόλεμο με τους Σοβιετικούς τη δεκαετία του ΄80, ακολούθησαν ο
πόλεμος των μουτζαχεντίν εναντίον της κυβέρνησης Najbullah (1989-1992),
οι συγκρούσεις μεταξύ ομάδων των μουτζαχεντίν (1992-1994), ο πόλεμος των
Ταλιμπάν εναντίον των μουτζαχεντίν (1994-1996) και των Ταλιμπάν
εναντίον των Τατζίκων του Massud και της Βόρειας Συμμαχίας στο βόρειο
Αφγανιστάν (1996-2001)».
Στα τέλη του 2001, η κατάληψη των βασικών πόλεων του Αφγανιστάν, της
Καμπούλ, της Τσαλαλαμπάντ, της Κανταχάρ, όπως και η απομάκρυνση των
Ταλιμπάν από την εξουσία, αποδείχθηκε, όπως αναμενόταν, σχετικά εύκολη
υπόθεση για τις αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις.
Είχα,
ωστόσο, τις επιφυλάξεις μου εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες, έστω μέσω μιας
φιλικής κυβέρνησης, θα μπορούσαν να κερδίσουν ουσιαστικά τον πόλεμο και
να εγκαθιδρύσουν, όπως υποστήριζαν, μια δημοκρατία δυτικού τύπου. «Η
εμπειρία των Σοβιετικών που είχαν φύγει διωγμένοι μετά από δέκα σχεδόν
χρόνια παραμονής στην τραχιά γη του Αφγανιστάν θα έπρεπε να ήταν
πολλαπλά χρήσιμη» μου είχε πει ένας ανώτερος αξιωματούχος των μυστικών
υπηρεσιών του Πακιστάν τις πρώτες μέρες της στρατιωτικής επέμβασης.
Πράγματι,
η κατάληψη του Αφγανιστάν ουδέποτε ολοκληρώθηκε παρά τους ισχυρισμούς
περί του αντιθέτου των μηχανισμών προπαγάνδας του Λευκού Οίκου, του
Πενταγώνου και του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, που αναπαρήγαγαν τα περισσότερα
διεθνή κυρίαρχα ΜΜΕ. Ο πόλεμος τυπικά σε καιρό ειρήνης συνεχίστηκε για
είκοσι χρόνια χωρίς να έρθει το ποθητό για τη Δύση αποτέλεσμα. Ούτε οι
διαπραγματεύσεις μεταξύ Αμερικανών και Ταλιμπάν που διεξάγονταν τα
τελευταία χρόνια σε απόλυτη μυστικότητα οδήγησαν σε μια συμβιβαστική
λύση.
Το 2019, μετά τις αποκαλύψεις των Wikileaks για εγκλήματα
πολέμου από αμερικανικές δυνάμεις και πράκτορες της CIA σε βάρος αμάχων
και αιχμαλώτων πολέμου, τα Afghanistan Papers, που δημοσιοποιήθηκαν από
την Washington Post μετά από δικαστική διαμάχη τριών ετών, επιβεβαίωσαν
τις εκτιμήσεις διεθνών αναλυτών που είχαν κατηγορηθεί από την
Ουάσινγκτον ως «πολέμιοι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής»,
προαναγγέλλοντας παράλληλα την τελευταία πράξη του δράματος που
εκτυλίχθηκε αυτές τις μέρες στο αεροδρόμιο της Καμπούλ: την άτακτη φυγή
χιλιάδων Αφγανών και ξένων υπηκόων, όπως είχε συμβεί στη Σαϊγκόν, που
έτρεχαν να σωθούν, φοβούμενοι αντίποινα των Ταλιμπάν.
Σ΄ εκείνες τις 2.000 περίπου σελίδες ντοκουμέντων του πορίσματος με
τον τίτλο «Διδάγματα» που διενήργησε το 2014 το Γραφείο του Γενικού
Ειδικού Επιθεωρητή για την Ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν (SIGAR), μιας
ανεξάρτητης ομοσπονδιακής υπηρεσίας των ΗΠΑ, αποκαλύπτεται μια
ενορχηστρωμένη εκστρατεία παραπληροφόρησης της διεθνούς κοινής γνώμης
από όλες τις αμερικανικές κυβερνήσεις (Μπους του νεώτερου, Ομπάμα και
Τραμπ). 600 αξιωματούχοι του Πενταγώνου και του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, που
είχαν άμεση εμπλοκή στον πόλεμο, παραδέχονταν την πλήρη αποτυχία της
αμερικανικής πολιτικής στο Αφγανιστάν τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε
πολιτικό επίπεδο. Η Ουάσινγκτον δεν είχε μια σαφή στρατηγική, ούτε και
οι στόχοι ήταν ξεκάθαροι μετά την ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν.
«Δυστυχώς αυτό που κυρίως καταφέραμε είναι η ανάπτυξη της μαζικής
διαφθοράς» είχε δηλώσει ο Ryan Crocker, πρώην αμερικανός πρέσβης στην
Καμπούλ επί προεδρίας Μπους και Ομπάμα.
Και
ποιος ευθύνεται για την αποτυχία αυτή; «Η δογματική προσήλωση (των ΗΠΑ)
στις αρχές της ελεύθερης αγοράς» σημειώνει ο Richard Kramer, πρώην
στέλεχος του National Endowment for Democracy, ενός αμερικανικού
οργανισμού που προωθεί τον εκδημοκρατισμό σε χώρες υπό την επιρροή των
Ηνωμένων Πολιτειών. Η διαφθορά που επικαλούνται δυτικοί κυβερνητικοί
αξιωματούχοι ως αιτία της αποτυχίας ακόμη και σήμερα δεν είναι παρά η
συνέπεια αυτής της προσήλωσης στους κανόνες του χρηματοπιστωτικού
συστήματος.
Το 2021, όταν ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανακοίνωνε την άνευ όρων αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν έως την 11η Σεπτεμβρίου, η βία κυριαρχούσε σε όλη την αφγανική επικράτεια με τους Ταλιμπάν να ελέγχουν περισσότερο από το ένα τρίτο της χώρας. Και πάλι, όπως αποδείχθηκε, ο πρόεδρος Μπάϊντεν δεν είχε ένα σχέδιο εκκένωσης και προστασίας των αμάχων. Ο εικοσαετής πόλεμος δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα και θεωρείται πλέον βέβαιο, παρά τις διαβεβαιώσεις των Ταλιμπάν, ότι το Αφγανιστάν θα επιστρέψει στην προ της 11ης Σεπτεμβρίου κατάσταση.
Τα αμερικανικά κυρίαρχα ΜΜΕ άλλαξαν στάση έναντι του πολέμου, όπως συνέβη και στο Πόλεμο του Βιετνάμ, όταν πλέον ήταν αργά και το κόστος, οικονομικό και σε ανθρώπινες ζωές, έγινε δυσβάστακτο για την αμερικανική οικονομία: 2 τρισεκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν σε Αφγανιστάν και Ιράκ, σύμφωνα με την οργάνωση MarketWatch.
Την περίοδο 2001-2018, περισσότεροι από 480.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε ένοπλες συρράξεις, από τους οποίους ο μεγαλύτερος αριθμός, από 182.272 έως 204.575, έχει καταγραφεί στο Ιράκ. Επίσης, άλλα 10 εκατομμύρια εκτοπίστηκαν, εξαιτίας της έξαρσης βίας στον τόπο κατοικίας τους, ουσιαστικά εξαιτίας ένοπλων συγκρούσεων που συνεχίζονται. Και τώρα με την ανακατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν ο αριθμός των Αφγανών προσφύγων –και όχι μεταναστών, όπως ισχυρίζονται πολιτικοί ηγέτες στην Ευρώπη- θα πολλαπλασιαστεί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση με πρώτη την Ελλάδα για άλλη μια φορά θα αντιμετωπίσει τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας ως απειλή και όχι με βάση τις διεθνείς συνθήκες.
Συχνά τα Μέσα σε μια προσπάθεια να ωραιοποιήσουν τις στρατιωτικές επεμβάσεις, που προκάλεσαν τεράστιες ζημίες στο Αφγανιστάν, όπως και στο Ιράκ, ανέφεραν ότι τουλάχιστον εγκαθιδρύθηκε η δημοκρατία. Κι αυτό, όμως, είναι μεγάλο ψέμα, όπως αποδεικνύουν οι αυξημένες ροές προσφύγων κάθε χρόνο, οι μαρτυρίες ανθρώπων που εξακολουθούν να εγκαταλείπουν τον τόπο τους, τα εγκλήματα πολέμου, ο θάνατος αμάχων στις επιθέσεις drones για να εξουδετερωθούν πυρήνες ισλαμιστών φονταμενταλιστών, η νίκη των Ταλιμπάν και η παρουσία του ISIS στο Ιράκ. Το κυριότερο είναι ότι και στις δύο χώρες επικρατεί χάος. Πολλοί κάτοικοι, σύμφωνα με εκθέσεις διεθνών οργανισμών, εξακολουθούν να ζουν τρομοκρατημένοι σε κατάσταση ακραίας φτώχειας και να έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε καθαρό νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, ιατρική περίθαλψη και εκπαίδευση. Και αυτές που κινδυνεύουν τώρα περισσότερο στο Αφγανιστάν είναι οι γυναίκες και κυρίως τα νεαρά κορίτσια, αλλά και όσοι και όσες συνεργάστηκαν με δυτικούς και πίστεψαν «το αμερικανικό όνειρο» ή απλώς στα ιδεώδη της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η αμερικανική ηγεμονία κάθε άλλο παρά ενισχύθηκε στην περιοχή. Η διακηρυγμένη πρόθεση των Ηνωμένων Πολιτειών να επεμβαίνουν στρατιωτικά, με πρόσχημα ότι απειλείται η εθνική τους ασφάλεια, δεν έφερε τα επιθυμητά για την Ουάσινγκτον αποτελέσματα. Σύμφωνα με έκθεση του αμερικανού Πενταγώνου, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν υποστεί μια γεωστρατηγική ήττα στο Ιράκ στον βαθμό που το Ιράν διεύρυνε τη ζώνη επιρροής του στη Μέση Ανατολή και ο κίνδυνος του ISIS (Daesh) δεν έχει εξαλειφθεί. Και τώρα με την απόλυτη κατάρρευση των κυβερνητικών δυνάμεων στην Καμπούλ, που επισφραγίστηκε από τη φυγή του αφγανού προέδρου με τέσσερα αυτοκίνητα και ένα ελικόπτερο γεμάτο με δολάρια, κατέρρευσε η αμερικανική πολιτική και στο Αφγανιστάν. Η ήττα για την Ουάσινγκτον γίνεται έτσι διπλή τη στιγμή που Ρωσία, Κίνα και Ιράν έχουν ήδη απλώσει χείρα φιλίας προς τους Ταλιμπάν.
Ο μοναδικός που κέρδισε όλα αυτά τα χρόνια είναι το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη. Αμυντικές βιομηχανίες, πολυεθνικές εταιρίες και λόμπι που προκάλεσαν τους πολέμους σε Αφγανιστάν και Ιράκ θα επωφεληθούν και πάλι από τη στρατιωτική θωράκιση των συνόρων για να ανακοπούν οι προσφυγικές ροές. Πόλεμος για πάντα είναι ό,τι θα βιώσουν και οι επόμενες γενιές στο Αφγανιστάν.
* Ο Παύλος Νεράντζης είναι
δημοσιογράφος και ντοκιμενταρίστας, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας
και ΜΜΕ του ΑΠΘ. Είναι συγγραφέας του υπό έκδοση βιβλίου «ΜΜΕ και
Πόλεμοι μέσα από το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή».