Η ετήσια επέτειος για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας κρύβει πάντα εκ των πραγμάτων το δράμα πάνω στο οποίο εκτυλίχθηκε το 1974 η επιστροφή της χώρας στην πολιτική ομαλότητα. Κρύβει το εθνικό δράμα της Κύπρου. Πέρα από τις εθιμοτυπικές δηλώσεις κάθε έτους αυτή την εποχή, πίσω από την Κύπρο βρίσκονται συσσωρευμένα μια σειρά από εθνικά συμπλέγματα. Ενα από αυτά είναι διπλό. Και συνδέεται με την εμπειρία της πολεμικής ήττας ή της αδυναμίας που εκ των πραγμάτων δημιούργησε η κατάρρευση ενός καθεστώτος στην Αθήνα και η μάχη που δεν δόθηκε. Ο τύμβος της Μακεδονίτισσας, το ομοίωμα ενός από τα Noratlas που παρέσυραν στον θάνατο καταδρομείς και αεροπόρους, είναι σπαράγματα μιας μνήμης που ακόμα το ελληνικό κράτος δεν έχει αντιμετωπίσει με τη δέουσα προσοχή και ιστορική γενναιότητα. Αξια ενός κράτους που σέβεται την ιστορία του και οι επαναπατρισμοί και οι ταφές των οστών των πεσόντων του 1974.
Πέρα από τη γενική ιστορία και τα βιβλία επί βιβλίων που έχουν γραφτεί, μεταξύ άλλων για τα τότε τελευταίας τεχνολογίας «Φάντομ» που ουδέποτε απογειώθηκαν από το Ηράκλειο Κρήτης, υπάρχει μια σειρά από πολεμικά περιστατικά που έχουν αντιμετωπιστεί από τη θεσμική μνήμη του ελληνικού κράτους ως ανάξια αναφοράς, ως μη γενόμενα.
Εχει πλέον περάσει σχεδόν μισός αιώνας από το δράμα της Κύπρου. Το Κυπριακό βρίσκεται εδώ και καιρό σε μια μάλλον άσχημη καμπή. Η Ελλάδα από το 1980 και η Κυπριακή Δημοκρατία από το 2004 έχουν ενταχθεί στην Ε.Ε. και ορθώς διεκδικούν τη λύση ενός προβλήματος που δημιουργήθηκε με αφορμή μια στρατιωτική εισβολή. Οι πολιτικές προτεραιότητες κάθε κυβέρνησης και οι διάφορες «εποχές» του Κυπριακού δεν θα πρέπει να συγχέονται με τη μνήμη. Και όσα συνέβησαν τότε, θα έπρεπε να αξιοποιούνται σήμερα για την εξαγωγή ακόμα και επιχειρησιακών συμπερασμάτων. Κακώς, κάκιστα τα αρχεία από εκείνη την εποχή παραμένουν εκτός πρόσβασης στην ιστορική έρευνα. Και, ακόμα χειρότερα, κακώς δεν επιτρέπεται ακόμα και η αξιοποίησή τους από τις ίδιες τις στρατιωτικές σχολές.