Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή πόλη υπήρχε μια μεγάλη και
μια μικρή ορχήστρα. Η μεγάλη κυριαρχούσε για χρόνια ενώ στις συναυλίες
της μικρής οι θεατές ήταν πάντα περιορισμένοι και πολλές θέσεις ήταν
κενές.
Κάποια στιγμή, όμως, οι διευθυντές της μεγάλης ορχήστρας,
τυφλωμένοι από την επιτυχία και τα πλούτη που τους είχε αποφέρει,
άρχισαν να κάνουν το ένα λάθος μετά το άλλο. Και στο τέλος η ορχήστρα
που κρατούσε τα σκήπτρα για δεκαετίες χρεοκόπησε. Οι μουσικοί άρχισαν να
τσακώνονται μεταξύ τους και η κακοφωνία δεν άρεσε τους θεατές, που
έρχονταν όλο και πιο λίγοι στις παραστάσεις.
Στη
μικρή ορχήστρα υπήρχε ένας εξαιρετικός σολίστας στο βιολί. Ήταν ο
καλύτερος στην πόλη, αλλά από τους υπόλοιπους μουσικούς λίγοι ξεχώριζαν.
Εκμεταλλευόμενος την κρίση της μεγάλης ορχήστρας, παρασύροντας και τους
υπόλοιπους μουσικούς σε καλύτερες performance, ο σολίστας άρχισε να
δίνει συναυλίες τη μία μετά την άλλη. Και τελικώς κατάφερε να γίνει η
ορχήστρα του η πιο δημοφιλής στην πόλη.
Περάσαν τα χρόνια, ήρθαν μπόρες και καταιγίδες. Η άλλοτε μικρή
ορχήστρα, που είχε αναλάβει και την υποχρέωση να πληρώσει τα χρέη της
χρεοκοπημένης, συνάντησε δυσκολίες. Οι πλούσιοι της πόλης έδωσαν πολλά
χρήματα για να ανασυγκροτήσουν την παλιά ορχήστρα, που θεωρούσαν ότι
έπαιζε τη δική τους μουσική και στο τέλος τα κατάφεραν. Ο σολίστας, παρά
μερικές πολύ καλές παραστάσεις που έδωσε, δεν μπόρεσε να τους
αντιμετωπίσει. Η ορχήστρα του πέρασε πάλι δεύτερη στις προτιμήσεις των
πολιτών της πόλης.
Τώρα ο σολίστας της ιστορίας μας είχε μπροστά
του ένα έργο βουνό. Οι αντίπαλοι του ήταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν
αυτό που έγινε να επαναληφθεί, να πάρει ξανά η παρακατιανή ορχήστρα τα
ηνία στην πόλη. Για να τα καταφέρει, δεν αρκούσαν πια ορισμένες σόλο
παραστάσεις. Ούτε μπορούσε να περιμένει η άλλη ορχήστρα να πέσει «σαν
ώριμο φρούτο», όπως του έλεγαν κάποιοι από τους κόλακες που τον
περιτριγύριζαν. Η μικρή ορχήστρα είχε πλέον δοκιμαστεί, δεν ήταν όπως
παλιότερα, που το φιλόμουσο κοινό είχε βαρεθεί τα παλιά και ήθελε να
αλλάξει η μουσική της πόλης. Ήθελε να δει μεγάλες αλλαγές.
Τα
συνεχή φάλτσα στις συναυλίες της μεγάλης ορχήστρας δεν έφταναν. Γιατί
οι ισχυροί είχαν βάλει ντελάληδες που διαλαλούσαν ότι η μεγάλη ορχήστρα
τα πήγαινε καλά και σε κάθε περίπτωση καλύτερα από την προηγούμενη του
σολίστα.
Στον
τελευταίο είχε πέσει ο κλήρος να ανασυγκροτήσει το σχήμα που είχε
οδηγήσει σε τόσες δόξες, αλλά τώρα είχε χάσει τον μουσικό προσανατολισμό
του.
Έπρεπε τώρα, εκτός από το ρόλο του σολίστα που τον ήξερε και
του ταίριαζε απόλυτα, να παίξει και το ρόλο του διευθυντή της
ορχήστρας. Έπρεπε να βρει νέο ρεπερτόριο, να την ανανεώσει με μουσικούς
από άλλα σχήματα και με νέα ταλέντα, να επιλέξει από τους παλιούς όσους
άξιζαν, πράγμα που αναπόφευκτα θα τον έφερνε σε σύγκρουσή με κάποιους
από αυτούς.
Ο σολίστας δίσταζε, ο χρόνος χανόταν. Και όσο δεν
αποφάσιζε πώς και με ποιους να προχωρήσει, τόσο δυσανασχετούσαν οι
μουσικόφιλοι, πιστοί της ορχήστρας. Οι μουσικοί χωρίστηκαν σε ομάδες,
που άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους και να παίζουν η καθεμιά το δικό
της σκοπό. Άλλες έπαιζαν κλασικά κομμάτια, άλλη το μιούζικαλ «Οι
Ομπρέλες του Χερβούργου» και άλλοι σκέπτονταν μήπως να τα παρατήσουν
και ψάξουν για άλλα σχήματα.
Τώρα ο ήρωας της ιστορίας μας
καλείτο να αποδείξει ότι εκτός από εξαιρετικός σολίστας είναι και
επιδέξιος μαέστρος. Για να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.