Παναγιώτης Τζανετής
«ΛΕΒΕΝΤΟΠΑΙΔΟ ΑΡΙΣΤΟ, ΜΠΕΣ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΚΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟ!» έγραψε στα 1968 ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, την χρονιά που γεννιόταν ο κ Κυρ. Μητσοτάκης. Δεν είχε αυτόν υπ’ όψιν του, ούτε ως άριστο ούτε ως λεβεντόπαιδο. Βέβαια, δεν θα το απέκλειε κιόλας, μιας και ο κάθε άνθρωπος κρατάει στα χέρια του την τύχη του και δεν την προδιαγράφει η καταγωγή του (γενετική ή κοινωνική).
Όσο κι αν στον 21ο αιώνα τα λεγόμενα περί καταγωγής ακούγονται ως κάτι αυταπόδεικτο, η απόρριψη του βιολογικού και του κοινωνικού ντετερμινισμού δεν είναι μια υπόθεση στα αλήθεια ξεπερασμένη. Η περίφημη «αριστεία» που στοιχειώνει την συζήτηση για την πολιτική μας ζωή κι όχι μόνον, κρατάει επίκαιρη την ανατρεπτική καθολικότητα του Ρουσσώ (1712-1778).
ΠΟΛΛΑ ΨΕΜΜΑΤΑ, ΑΤΙΜΩΡΗΤΑ
Συχνά η συζήτηση περί αριστείας εστιάζεται στην ειλικρίνεια όσων την επικαλούνται. Παρά τις προσπάθειες παρασιώπησης από τα ΜΜΕ, πλήθος ψευδών δηλώσεων από κυβερνητικούς αξιωματούχους αποκαλύφθηκαν. Τελευταία πρωταγωνίστρια του κυβερνητικού σήριαλ υπήρξε η κα Νικολάου.
Αν και ο κ Μητσοτάκης υπήρξε κέρβερος, σε δημόσιο υπάλληλο που είχε πλαστογραφήσει το ενδεικτικό του δημοτικού για μια θέση καθαρίστριας, αυτό δεν φαίνεται να αποθάρρυνε τα προβεβλημένα στελέχη του.
Ίσως θεώρησαν ότι η φιλολογία περί αριστείας αφορούσε μόνο στις προεκλογικές ανάγκες και δεν πήραν πολύ σοβαρά κάτι που τους θύμιζε αμυδρά το σύνθημα: «πρώτοι στα μαθήματα – πρώτοι στον αγώνα». Από την άλλη, τις μισές υπουργικές θέσεις επί ΣΥΡΙΖΑ καλώς ή κακώς, τις κατείχαν καθηγητές Πανεπιστημίου,οπότε δεν έπειθε η γραμμή, πως οι αριστεροί είναι αγράμματοι.
Από την πλευρά της Αριστεράς, διατυπώνονται διαμαρτυρίες που επιδεικνύουν την διαδρομή πλειάδας ανθρώπων της, αυτοδημιούργητων, που διακρίθηκαν παρά τις αντιξοότητες. Απέναντι τους βρισκόταν μια παράταξη γόνων και θυγατέρων, ταυτισμένη ιστορικά με την αναξιοκρατία και το ρουσφέτι αλλά και με θολό παρόν, όπως το συμβολίζουν τα καμένα απουσιολόγια του Κολλεγίου και η αιδήμων σιωπή της κας Κεραμέως για αυτά.
Φοβάμαι όμως ότι πρόκειται περί παρεξηγήσεως. Δεν πρόκειται περί απλών αξιολογικών κρίσεων σχετικά με την ποιότητα του στελεχιακού δυναμικού εκάστης παράταξης ούτε τα λεγόμενα αφορούν μόνο στην πολιτική. Πρόκειται περί ευρύτερης ιδεολογικής τοποθέτησης που αποσκοπεί να νομιμοποιήσει πάγια χαρακτηριστικά της καθεστωτικής παράταξης.
Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ
Η υπουργός Παιδείας, απένειμε με συνοπτικές διαδικασίες την πανεπιστημιακή ισοτιμία σε κάθε λογής κολλέγιο ωστόσο δήλωσε ανάστατη από την εισαγωγή πολλών φοιτητών με επίδοση κάτω του 10. Τελικώς προτίθεται να διευκολύνει (δια των κολλεγίων) ή να εμποδίσει (δια της θέσπισης βάσης του 10) τους μη αρίστους να αποκτήσουν πανεπιστημιακό πτυχίο;
Προσπαθεί απλώς να επαναφέρει την τάξη στο τοπίο. Όταν εκπτύξει πλήρως το μεταρρυθμιστικό της σχέδιο όποιος επιμείνει να εκπορθήσει τα ΑΕΙ θα το βρει κάπως ασύμφορο. Οπότε, αν τυχόν δεν του αρμόζει ταξικά, το να ξοδεύεται χωρίς ιδιαίτερο πρακτικό αντίκρυσμα, θα προσαρμοστεί εγκαίρως στα δεδομένα του.
Η μεροληψία υπάρχει ήδη στην πανάκριβη παραπαιδεία ή στις προδρομολογημένες σπουδές στο εξωτερικό των ιδιωτικών λυκείων αλλά πρέπει να γενικευθεί με πιο απαιτητικά ΑΕΙ που θα αφήσουν υποχρεωτικά αρκετούς απ’ έξω. Αυτό δεν έχει να κάνει με το επίπεδο των σπουδών όπως μαρτυρά η προθυμία για ισοτιμία αμφίβολων θεσμών.
Σε ποιον, λοιπόν, θα αρμόζει στα αλήθεια πλέον η εισαγωγή; Μα προφανώς στους «αρίστους», όχι όμως με την έννοια των επιδόσεων αλλά με την έννοια της αριστοκρατίας. Όποιος έχει τους πόρους δεν θα έχει απλώς αυξημένες πιθανότητες αλλά από ένα σημείο και πέρα θα έχει και το μονοπώλιο της ιδιωτικής εναλλακτικής.
Αν ο καθένας παραμείνει επιτέλους στα δεδομένα της κοινωνικής τάξης του, τότε το εκπαιδευτικό σύστημα θα μπορέσει εύκολα να γίνει πολύ πιο παραγωγικό και οικονομικό. Αντί να καταναλώνονται οι διαθέσιμοι πόροι για να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον ίσων ευκαιριών, για όσους μειονεκτούν για ποικίλους λόγους, θα παραχωρείται το προβάδισμα στους αρίστους και εκεί θα κατευθύνονται οι πόροι.
Η ταξική αυτή πολιτική «νομιμοποιείται» στο όνομα της αριστείας ενώ η κοινωνική δικαιοσύνη διασύρεται ως οιωνεί μετριοκρατία. Στις τόσες ανισότητες που γίνονται αποδεκτές, σε κάποιους φαντάζει παράλογη κάθε προσπάθεια εξάλειψης της αδικίας των φυσικών ανισοτήτων που σημειώνονται κατά την κατανομή ταλέντων και χαρισμάτων.
Ο ΕΚΛΕΚΤΙΚΙΣΜΟΣ των ΤΡΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ
Η επικέντρωση στην ανάδειξη των δεξιοτήτων των φύσει «προικισμένων», οι οποίοι πρέπει αντιθέτως να εντοπισθούν και να τύχουν ειδικής φροντίδας, βρίσκεται στον πυρήνα της αριστοκρατικής αντίληψης για την εκπαίδευση. Την απασχολεί το «έμφυτο» πλεονέκτημα κι όχι τόσο η τυχόν αλλαγή της μοίρας κανενός δια της εκπαίδευσης. Προεξάρχει η πραγμάτωση του εαυτού κι όχι η υπέρβαση του. Κανείς δεν καλείται «να σπάσει τα όρια του» ή αλλιώς να ανοίξει νέες άγνωστες ατραπούς στην ιστορία, δια της σκληρής εργασίας. Εξάλλου για το αριστοκρατικό ιδεώδες ο εργασιακός μόχθος αποτελεί μια μορφή δουλείας ενώ για το «φυσικό» ταλέντο είναι προτιμότερο πλαίσιο η άσκηση, το άθλημα ή η μάχη, που δεν υπέχουν κάτι το επώδυνο για τους προικισμένους. Ο Νίτσε υπενθύμιζε πως στην αρχαία Ελλάδα το άθλημα προσομοίαζε πολύ περισσότερο με πολεμικό αγώνα των αρίστων παρά με δημοκρατική άμιλλα. Δεδομένης όμως της κοινωνικής προέλευσης της τοπικής ιθύνουσας τάξης, προς τι αυτή η «νοσταλγία» προς μίαν ανύπαρκτη φεουδαρχική παράδοση;
Η γέννηση του ελληνικού κράτους, χάρη στον Διαφωτισμό, πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή όπου η σχέση φύσης-ιστορίας είχε ήδη ανατραπεί υπέρ της δεύτερης. Θεωρείτο πλέον ανήθικο το να στερηθεί από ένα παιδί η δυνατότητα μύησης σε μίαν εκπαίδευση που την δικαιούνται όλοι κι όχι μόνο οι προικισμένοι. Ο δε εστιασμός ξέφυγε από τις αφετηριακές δυνατότητες του καθενός και μεταφέρθηκε στην καταβαλλόμενη προσπάθεια. Η αξία (πχ. της πειθαρχημένης εργασίας) μετρούσε πια περισσότερο από το ταλέντο. Η παιδαγωγική έμφαση στην εργασία και την πειθαρχία κι όχι στις ξεχωριστές πνευματικές δυνατότητες αποτυπώνεται, στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η δε ελευθερία αποτελεί την αρετή της ανιδιοτελούς πράξης που εκδηλώνεται ακριβώς στην μάχη εναντίον της ενδιάθετης φυσικότητας, η οποία θεωρείται πια ότι συνήθως δεν τείνει προς το αγαθό.
Μια τρίτη ωφελιμιστική αντίληψη, κυρίως αγγλοσαξωνικής προέλευσης, έδωσε έμφαση όχι τόσο στο ταλέντο ή στην προσπάθεια αλλά στην ωφέλεια (διανοητική και σωματική) που προκύπτει από την εκπαιδευτική διαδικασία. Εδώ τον αριστοκρατικό ελιτισμό της φύσης αλλά και τον δημοκρατικό ελιτισμό, τον υποκατέστησε το ατομικιστικό ιδεώδες της μαζικής δημοκρατίας. Θα περίμενε κανείς ότι οι νεοφιλελεύθεροι να αναζητούσαν κάπου εδώ το φως …
Το ελληνικό «κατεστημένο», με τον νόθο, βαλκανικό χαρακτήρα του, επιστρατεύει μια αριστοκρατική έννοια excellence (αριστεία) και με απόλυτο εκλεκτικισμό δημιουργεί ένα υβρίδιο από όποια στοιχεία το βολεύουν καλύτερα, χωρίς ιδιαίτερη εσωτερική συνοχή. Δεν φαίνεται να σοβαρολογεί.
ΚΙ ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΟΒΑΡΟΛΟΓΕΙ;
Στο τοπίο των πολλαπλών σημερινών προκλήσεων μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί πως εννοεί άραγε την αριστεία ο Πρωθυπουργός για τον πολιτικό ηγέτη; Αν τυχόν σοβαρολογεί με την αριστεία, τότε τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από τις λαθροχειρίες της κας Κεραμέως και τα επικοινωνιακά τρικ.
Η αριστεία, ως η τελειότερη δυνατή πραγμάτωση της φύσης και της τελείωσης κάποιου, είναι συνώνυμη της αρετής, οπότε ορίζεται ως μέτρον (προϋποθέτει δηλαδή κάθε φορά την άμφω οριοθέτηση από τα άκρα). Αυτό είναι μια ιδιόρρυθμα ακραία κατάσταση, το να καταφέρνει κανείς να αποφεύγει πράγματι όλα τα άκρα. Σε κάθε περίπτωση δεν νοείται με νερόβραστους και οπορτουνιστικούς κεντρώους μέσους όρους. Ποιες ακριβώς είναι οι δικές του οριοθετήσεις και αρετές, όπως τις φαντάζεται στον ηγετικό του ρόλο;
Από την άλλη, στο κλειστό οργανωμένο σύμπαν του Αριστοτέλη η αρμόζουσα θέση, βάσει της φύσης του καθενός, ήταν ευχερώς προσδιορίσιμη. Όμως στο άπειρο σύμπαν της νεωτερικότητας, η αρχή της ανισότητας στην ιεραρχία των όντων κλονίστηκε τόσο, που η ίδια η θεμελίωση του αριστοκρατικού κόσμου αποσαρθρώθηκε. Ο ηγεμονισμός που εμφανίζει στη πρωθυπουργική συμπεριφορά του ο κ Μητσοτάκης μήπως εμπεριέχει ένα τέτοιο ρετρό ιδεασμό;
Σε αυτή την περίπτωση αποκτά απειλητικό νόημα ο αρχικός στίχος του Λ Παπαδόπουλου με τον Αρίστο και το μαγαζί.