Παναγιώτης Τζανετής
«Ο λαός μας τιμά σήμερα την Παναγία. Την Aνύμφευτη Nύμφη, την Υπέρμαχο Στρατηγό, την Ελεούσα, τη Γιάτρισσα, τη Θαλασσινή, την Παρηγορήτρα. Τη Μάνα που προστατεύει τους αδύναμους και σκέπει τους αδικημένους. Που συγχωρεί και δεν τιμωρεί, και το όνομά της βρίσκεται στα χείλη όσων αισθάνονται ότι έχουν την ανάγκη της.
Στις σκοτεινές μέρες που περνάμε, με την υγειονομική και την οικονομική κρίση, αλλά και με τις τουρκικές προκλήσεις σε βάρος της πατρίδας μας, χρειαζόμαστε όλες και όλοι το κουράγιο, την ελπίδα, το φως, που η πίστη καθενός, αλλά και ο σεβασμός στην πίστη καθενός, στις παραδόσεις και στη λαϊκή ψυχή, μπορούν να προσφέρουν.
Χρόνια πολλά στις απανταχού Ελληνίδες, χρόνια πολλά στους απανταχού Έλληνες!» Αλέξης Τσίπρας, 15/8/2020
Θρησκεία και πρόσωπο
Η θρησκευτική συνείδηση, η Εκκλησία, αλλά και η επίδρασή τους στην κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική ζωή, βρέθηκαν με αυξημένη ένταση στο προσκήνιο της δημοσιότητας, τον καιρό της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Πολλά χρόνια αργότερα, και κατ’ αντιστροφή, καλείται ένας πρώην Πρωθυπουργός να προβεί σε δημόσια δήλωση πεποιθήσεων.
Δεν ελέγχεται δηλαδή μόνο το αν τυχόν τροποποιήθηκαν οι γνωστές του θρησκευτικές πεποιθήσεις, πράγμα που θα ήταν καθ’ όλα θεμιτό, αλλά και το μήπως δεν παραμένει απηνώς μαχητικός περί αυτές. Αυτό δεν έγινε στις ιεροσυνάξεις του Συντάγματος ούτε στις διαδικασίες «δήλωσης» προς τις αρχές της εθνικοφροσύνης, αλλά στα πλαίσια της φραξιονιστικής πάλης χωρίς αρχές, όπως έλεγε κι η γνωστή έκφραση του μεσοπολέμου.
Τι θα σήμαιναν, άραγε, όλα αυτά, αν υποθέσουμε ότι ο κ Τσίπρας είχε αίφνης ασπασθεί τον Χριστιανισμό; Μήπως ότι είχε αυτομάτως καταστεί ακατάλληλος για τον πολιτικό ρόλο του; Προξενεί εντύπωση ότι κάτι τέτοιο εκπορεύεται από ανθρώπους ασκηθέντες στην υπεράσπιση δικαιωμάτων μεταξύ των οποίων και τα προσβαλλόμενα (πχ ελευθερία συνείδησης, ανεξιθρησκία, ιδιωτικότητα κά).
Θρησκεία και έθνος
Μόλις λίγες ημέρες πριν, η συζήτηση για τις ευρύτερες πολιτικές και πολιτιστικές επιπτώσεις της χρήσης της Αγίας Σοφίας ως τζαμί, διεξήχθη χωρίς αντίστοιχες διαμαρτυρίες. Εκεί ο καθένας μπορούσε να ξιφουλκήσει εναντίον του Ερντογάν, χωρίς να εξεταστεί ως ύποπτος εθνικισμού ή θρησκοληψίας. Παρότι η διακύβευση ήταν πολύ μεγαλύτερη από έναν απλό χαιρετισμό, δεδομένου ότι και άθεοι φαντάροι θα μπορούσε να δώσουν το αίμα τους σε μια σύγκρουση κρατών, με αφορμή ένα ναό …
Αν τώρα προχωρήσουμε σε μια απρεπή ανίχνευση προθέσεων και καταλήξουμε στο ότι ο εν λόγω χαιρετισμός δεν υπήρξε αποτέλεσμα μεταστροφής αλλά ήταν απλώς χρησιμοθηρικός, γιατί είναι κάτι τέτοιο ασύμβατο με τον ρόλο ενός εθνικού ηγέτη σε στιγμή πολλαπλών κινδύνων και απειλών;
Το να σεβαστεί και να χαιρετίσει την πίστη του μεγαλυτέρου μέρους του σώματος στο οποίο απευθύνεται, ή εξίσου και την πίστη οιασδήποτε ελάχιστης θρησκευτικής μειονότητας, αποτελεί ψεύδος και επιφέρει ψόγον; Ή μήπως θα ήταν υπεράνω υποψίας αν ευχόταν μόνον για την ημέρα του εξιλασμού ή για το Μπαιράμι; Η λογική ότι η αριστερά ασχολείται με τις θρησκείες μόνο προκειμένου να εξασφαλίσει την ανεμπόδιστη λατρεία τους, σημαίνει ότι με την πλειοψηφούσα δεν θα έχει ποτέ κανένα λόγο να διαλεχθεί, δεδομένου ότι δεν αντιμετωπίζει τέτοιο πρόβλημα…
Αποτελούν όμως όλα αυτά μια σύγχρονη συνταγματική αντίληψη ενότητας; Εκφράζουν την παράδοση των διαφορετικών πίστεων που συνυπήρξαν επί μακρόν με τις γιορτές της μιας να εορτάζονται ακόμη και από τους πιστούς της άλλης; Και τέλος πάντων, αν το «Καλή Παναγιά» έχει τέτοιες προεκτάσεις, γιατί άραγε συνεχίζουμε να ευχόμεθα περί Ανάστασης ή Θείας γέννησης; Μήπως είναι πιο συμβατές οι υπόλοιπες εορτές με τον επιστημονικό υλισμό;
Αν είμαστε τόσο ασύμβατοι με την πίστη των «άλλων», και θεωρούμε ότι κάθε απόπειρα εκδημοκρατισμού είναι εκ προοιμίου χαμένη, τότε δεν πρέπει να ασχολούμαστε τόσο πολύ με την συμπεριφορά της Εκκλησίας στην πανδημία ή στις μεταμοσχεύσεις κοκ. Ας τους αναλάβει ο κ. Χαρδαλιάς και τα ΜΑΤ για να καθαρίσουμε με τον «σκοταδισμό»…
Όμως όλοι γνωρίζουν τις δημοσκοπήσεις που λένε ότι είμαστε ο πιο θρήσκος λαός της Ευρώπης ή τις άλλες που βεβαιώνουν ότι οι θεσμοί που οι πολίτες σήμερα θεωρούν πιο αξιόπιστους είναι η Εκκλησία και οι Ένοπλες Δυνάμεις (απείρως περισσότερο από κόμματα και ΜΜΕ αλλά αρκετά παραπάνω και από Πανεπιστήμια ή ερευνητικά ιδρύματα). Μήπως αυτό φωτίζει λοξά και την φράση του μηνύματος για το σεβασμό στην πίστη των άλλων, το κουράγιο, την ελπίδα και το φως που τόσα «μπορούν να προσφέρουν».
Το πόσο επίμονα μπόρεσε να επιβιώσει η θρησκευτική συνείδηση αποδίδεται κυρίως στην θρησκευτική ψυχολογία. Τα λεγόμενα περί παρηγοριάς και κάθαρσης, υποδεικνύουν το πώς οι θρησκείες απευθύνονται σε βασικές ψυχικές – συναισθηματικές ανάγκες των ανθρώπων κι όχι κατ’ ανάγκη στη λογική τους. Για την συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού ο τρόπος ικανοποίησης όλων αυτών των αναγκών πέρασε για αιώνες μέσα από τη θρησκεία.
Θρησκεία και Αριστερά
Ιστορικά, η στάση της Αριστεράς απέναντι στη θρησκεία και την Εκκλησία αποτέλεσε συχνά πηγή προπαγάνδας. Ποτέ, όμως, δεν πρέσβευε η ελληνική αριστερά το κλείσιμο εκκλησιών ή την απαγόρευση άσκησης θρησκευτικής λειτουργίας, ούτε διαχώριζε τους πολίτες σε θρησκευόμενους και μη. Αντίθετα, την απασχολούσε ο «παράδεισος στη γη» και δεν ασχολείτο με τον παράδεισο των ουρανών.
Ποιος και γιατί επιθυμεί να ρίξει νερό σε ένα μύλο, γνωστό από παλιά; Και πώς η εθνικοφροσύνη αντί να λυσσομανάει, τώρα συγχαίρει;
Πόθεν προκύπτει αυτή η υπερβολική ανάγκη ιδεολογικής καθαρότητας και μάλιστα από ανθρώπους που δεν πρόλαβαν μεν το ΕΑΜ, ωστόσο υπήρξαν στελέχη της ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ, με ισότιμο εταίρο τον αείμνηστο μαχητή της Δημοκρατίας, Νικόλαο Ψαρουδάκη της «Χριστιανικής Δημοκρατίας»; Η επίκληση της ιδεολογίας δεν μπορεί να γίνεται παρακολούθημα σκοπιμοτήτων.
Στην κυβέρνηση, της οποίας πολλοί εκ των ξενισθέντων υπήρξαν μέλη, ετέθη ανεπιτυχώς το ζήτημα του χωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος. Η κριτική θα ήταν πολύ πιο πειστική αν είχε επικεντρωθεί εκεί. Χαρακτηριστικά, ο σημερινός Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας με τις σχετικές αρμοδιότητες, παρέμεινε ο ίδιος άνθρωπος –εμπιστοσύνης της ιεραρχίας – που ήταν και επί Γ.Παπανδρέου, επί Παπαδήμου, επί Πικραμμένου, επί Σαμαρά αλλά και των τριών Υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ (σύνολο οκτώ υπουργοί)! Που είχε χαθεί τότε η μαχητικότητα;
Κατανοώ ότι ο αρχηγός της Αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι για αυτήν «εκ των ων ουκ άνευ» οπότε η αμφισβήτηση του αποκλείεται. Ωστόσο, δεν αρμόζει να επιχειρείται η μετατροπή του σε ταλαντούχο κομπέρ, ενός αόρατου υποβολέα. Ασχέτως αν υπάρχουν ή όχι τέτοιες προσπάθειες κηδεμόνευσης, το να τίθεται υπό έλεγχο το πότε θα χαιρετάει και με ποιες λέξεις θα εύχεται, καταντάει κάπως κωμικό.
Ο κ Τσίπρας ήταν γνωστό από παλιότερα πως είναι άνθρωπος δίκαιος και θαρραλέος. Δόθηκε η ευκαιρία στα χρόνια που κυβέρνησε να αποδείξει συχνά ότι είναι και μετριοπαθής. Με την πάροδο των χρόνων, και με τις ταλαιπωρίες που φυσιολογικά σωρεύτηκαν για τον Πρωθυπουργό της εξόδου από τα μνημόνια, φαίνεται ότι αποκτά και σοφία.
Υ.Γ.: Το τι πιστεύω κι αν πιστεύω, είναι δικό μου καπέλο!