Του Οδυσσέα Τζανετή
Ανταπόκριση από Heidelberg (Χαϊδελβέργη)
Η χθεσινή απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας προκάλεσε κύματα αναταραχής στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και περιγράφηκε ως «κήρυξη πολέμου» στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Πολλοί σχολιαστές βιάστηκαν να ανακοινώσουν το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης και συνεπώς την εκτίναξη του κόστους δανεισμού των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης. Μια ματιά, ωστόσο, στην εξέλιξη των ιταλικών spreads δείχνει ότι οι αγορές δεν εντυπωσιάστηκαν ιδιαίτερα από την «πολεμική» απόφαση του δικαστηρίου της Καρλσρούης.
Τι σημαίνει, λοιπόν, στα αλήθεια η απόφαση και πόσο μεγάλο κίνδυνο συνιστά για το κοινό νόμισμα;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να γυρίσουμε στο 2012. Ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ευρισκόμενος αντιμέτωπος με την αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας της ΕΕ να δώσει μια πειστική απάντηση στα συνεχώς αυξανόμενα κόστη δανεισμού των κρατών της περιφέρειας και την όλο βαθύτερη ύφεση των οικονομιών τους, προβαίνει στην εξής ανακοίνωση: «Η ΕΚΤ θα κάνει ό,τι χρειαστεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας της, για να σώσει το ευρώ. Και -πιστέψτε με- αυτό θα είναι αρκετό».
Τι έκανε, λοιπόν, ο κ. Ντράγκι για να σώσει το ευρώ;
Αφενός, ανακοίνωσε το πρόγραμμα OMT (Outright Monetary Transactions) ενάντια στις ενστάσεις της γερμανικής Bundesbank, με το οποίο η ΕΚΤ δεσμεύτηκε να αγοράσει κρατικά ομόλογα όποιου κράτους της Ευρωζώνης βρεθεί σε αδιέξοδο «τυπώνοντας» νέο χρήμα, εφόσον το κράτος αυτό συμμετέχει σε μνημονιακό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.
Το ΟΜΤ δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή. Η ανακοίνωση του και μόνο, ωστόσο, μείωσε σημαντικά τα κόστη δανεισμού των περιφερειακών χωρών, καθώς σηματοδότησε την δέσμευση της Ευρωζώνης να εμποδίσει την χρεοκοπία των μελών της με κάθε τρόπο.
Αφετέρου, έχοντας σταθεροποιήσει την Ευρωζώνη, εισήγαγε το πρόγραμμα QE (Quantitative Easing). Στα πλαίσια του προγράμματος αυτού, η ΕΚΤ (μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών) αγοράζει μαζικά ομόλογα, μεταξύ άλλων και κρατικά, από όλη την Ευρώπη, τυπώνοντας νέο χρήμα.
Η πρακτική αυτή πλημμυρίζει την αγορά με νέο χρήμα και οδηγεί σε έναν «υγιή πληθωρισμό» της τάξεως του 2% σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η χρηματοδότηση συγκεκριμένων αδύναμων κρατών-μελών της ΕΕ δεν είναι πρωταρχικός στόχος του προγράμματος αλλά ευπρόσδεκτη παρενέργεια αυτού.
Και πώς αντέδρασε το γερμανικό Δικαστήριο;
Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αμφισβήτησε την νομιμότητα του ΟΜΤ το 2015, υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για πρόγραμμα νομισματικού αλλά οικονομικού χαρακτήρα, με στόχο την χρηματοδότηση των μελών της Ευρωζώνης, που δεν καλύπτεται από την αρμοδιότητα της ανεξάρτητης ΕΚΤ.
Αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι τα όρια της αρμοδιότητας της ΕΚΤ είναι ζήτημα ευρωπαϊκού δικαίου, παρέπεμψε ως όφειλε την απόφαση στο Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ).
Όταν εκείνο δικαίωσε την ΕΚΤ, διαπιστώνοντας ότι οικονομική και νομισματική πολιτική είναι στενά συνδεδεμένες και ότι οι έμμεσες οικονομικές συνέπειες της νομισματικής πολιτικής δεν συνιστούν υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ, το Συνταγματικό Δικαστήριο πειθάρχησε παρά τις διαφωνίες του.
Προχθές γίναμε θεατές του δεύτερου ημιχρόνου αυτού του ιδιότυπου μπρα-ντε-φέρ μεταξύ των δύο δικαστηρίων. Αυτή την φορά ωστόσο το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό. Παρότι το ΔΕΕ είχε ήδη αποφασίσει ότι το QE είναι συμβατό με το ευρωπαϊκό δίκαιο, το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε να εφαρμόσει την σχετική απόφαση, απορρίπτοντας την ως νομικά ελαττωματική, και διέταξε την Bundesbank να αναστείλει την συμμετοχή της στο QE.
Ο διάβολος όμως κρύβεται στις λεπτομέρειες: κρίσιμης σημασίας είναι το σκεπτικό με βάση το οποίο το δικαστήριο προέβη σε αυτό το ριζοσπαστικό βήμα. Το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αποδέχεται ρητά ότι το QE δεν παραβιάζει την απαγόρευση της απευθείας χρηματοδότησης των κρατών μελών από την ΕΚΤ. Η ένσταση του έγκειται αποκλειστικά στην αναλογικότητα των μέτρων της νομισματικής πολιτικής σε σχέση με τις συνέπειες τους στην οικονομική πολιτική των κρατών-μελών.
Η απαγόρευση της συμμετοχής της Bundesbank ισχύει, σύμφωνα με την απόφαση, μόνο εφόσον η ΕΚΤ δεν τοποθετηθεί επί της αναλογικότητας των μέτρων της.
Όπως ωστόσο κάθε νομικός γνωρίζει, η έννοια της αναλογικότητας είναι νεφελώδης και η δυνατότητα του δικαστή να υποκαταστήσει τον κεντρικό τραπεζίτη εξαιρετικά περιορισμένη.
Η ΕΚΤ είναι κατάλληλα εξοπλισμένη για να συντάξει μια έκθεση αναλογικότητας στην οποία θα περιγράφει τα δεινά του επαπειλούμενου αποπληθωρισμού την οποία ούτε οι πάντοτε καχύποπτοι ιππότες της Καρλσρούης δεν θα μπορέσουν να αμφισβητήσουν χωρίς να προκαλέσουν την χλεύη του ευρωπαϊκού νομικού κόσμου.
Το ότι οι δικαστές επέλεξαν εν γνώσει των παραπάνω αυτήν την οδό, δείχνει ότι επεδίωκαν μια καθαρά προειδοποιητική βολή, μια «εικονική εκτέλεση» του ΔΕΕ, η οποία κύριο στόχο έχει να διασφαλίσει την θέση τους στο τραπέζι των αποφάσεων.
Καταλήγοντας, ούτε το QE ούτε το«whatever it takes» είναι προς το παρόν σε ουσιαστικό κίνδυνο. Η ΕΚΤ αναμένεται να παραμείνει εγγυήτρια της συνοχής της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα εν όψει της επερχόμενης κρίσης. Άλλωστε οι οικονομικές παρενέργειες της νομισματικής της πολιτικής είναι ευπρόσδεκτες και για τις βορειοευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες έτσι αποφεύγουν να ακουμπήσουν την «καυτή πατάτα» της υπερχρέωσης των κρατών της περιφέρειας.
Ας σημειωθεί ότι οι εκπρόσωποι της γερμανικής Κυβέρνησης στην δίκη επιχειρηματολόγησαν με πάθος υπέρ της νομιμότητας των μέτρων της ΕΚΤ!
Αυτό ωστόσο δεν αλλάζει ότι οι νομισματικές λύσεις στα προβλήματα χρέους του ευρωπαϊκού Νότου έχουν ημερομηνία λήξης. Ίσως η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου να μπορεί να λειτουργήσει ως υπενθύμιση της ανάγκης πολιτικής επίλυσης ενός πολιτικού προβλήματος.