«Θέλουμε να τα πάμε καλά σαν χώρα, να έχουμε τις λιγότερες απώλειες, να μειώσουμε τον αριθμό των θανάτων, να μην καταρρεύσει το Δημόσιο Σύστημα Υγείας, κι ας το καρπωθεί η κυβέρνηση. Στρατηγικά κερδίζουν οι δικές μας ιδέες μέσα από αυτή τη δοκιμασία», τονίζει o Ανδρέας Ξανθός στην αποκλειστική συνέντευξή του στο tvxs.gr. Ο πρώην υπουργός Υγείας απαντά στις ερωτήσεις για την πολιτική διάσταση της μάχης που δίνεται και τις ενδοκομματικές κριτικές για την τακτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης και εξηγεί τι θα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ διαφορετικά αν ήταν στην κυβέρνηση.
Κύριε Ξανθέ, στελέχη της κυβέρνησης και ο φιλοκυβερνητικός τύπος υποστηρίζουν, ότι η χώρα μας πρόλαβε να θωρακιστεί έγκαιρα με αποτέλεσμα η κατάσταση να φαίνεται ελεγχόμενη για την ώρα. Το συμμερίζεστε;
Αυτό που ισχύει χωρίς αμφιβολία είναι ότι, μέχρι στιγμής, η εξέλιξη της πανδημίας στην Ελλάδα έχει βραδύτερους ρυθμούς και η αύξηση των κρουσμάτων και ιδιαίτερα των ανθρώπων του χρειάζονται διασωλήνωση (αυτός είναι ο πιο ευαίσθητος δείκτης), είναι διαχειρίσιμη. Υπάρχει μια βάσιμη αλλά σαφώς συγκρατημένη αισιοδοξία, ότι θα αποφύγουμε μια ανεξέλεγκτη διασπορά του κοροναϊού τύπου Ιταλίας και Ισπανίας, δηλαδή μια δυσβάστακτη υγειονομική τραγωδία. Σ’ αυτό έχουν συντελέσει αρκετοί παράγοντες: H έγκαιρη λήψη των πρώτων περιοριστικών μέτρων (κλείσιμο σχολείων-Πανεπιστημίων, απαγόρευση μεγάλων συναθροίσεων, αναστολή λειτουργίας καταστημάτων εστίασης και αναψυχής) που εισηγήθηκαν οι ειδικοί επιστήμονες, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο.
Συνέβαλλε όμως και ο μικρότερος βαθμός συμμετοχής της χώρας στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και στις εμπορικές συναλλαγές πχ με την Κίνα, η χρονοκαθυστέρηση στην εμφάνιση του ιού στη χώρα, ο ικανοποιητικός έλεγχος των πρώτων εντοπισμένων κρουσμάτων και η ιχνηλάτηση των επαφών τους και πολλά άλλα. Και όσο και αν φαίνεται παράξενο, συνέβαλλε και η σοβαρή και υπεύθυνη στάση του ΣΥΡΙΖΑ που επηρέασε θετικά τη συμμόρφωση των πολιτών στα μέτρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η χώρα είναι θωρακισμένη και ήταν ατυχής αυτή η έκφραση του υπουργού Υγείας . Καμιά χώρα δεν μπορεί να είναι θωρακισμένη απέναντι σ’ αυτή τη διασυνοριακή απειλή, αλλά και δεν έχουν όλες οι χώρες την ίδια πορεία ούτε τα ίδια αντανακλαστικά. Η στρατηγική της καθυστέρησης της διασποράς του ιού στο γενικό πληθυσμό και η έγκαιρη εφαρμογή του lock down ήταν σωστή.
Γιατί η κυβέρνηση δεν κάνει περισσότερα τεστ; Έχει δίκιο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, που επιμένει πως αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος έγκαιρης εξάλειψης του ιού;
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επισήμανε από την αρχή με πολύ μεγάλη έμφαση την ανάγκη περιοριστικών μέτρων και τήρησης της «κοινωνικής απόστασης» , την ανάγκη ενδυνάμωσης των Δημόσιων Συστημάτων Υγείας, την καθολική κάλυψη υγείας του πληθυσμού, την ειδική μέριμνα για τις ευάλωτες ομάδες και τους φτωχούς, τη μείωση των ανισοτήτων στη φροντίδα υγείας εν μέσω πανδημίας. Βεβαίως ο ΠΟΥ τόνισε και την ανάγκη πολλών τεστ, για την καλή επιδημιολογική επιτήρηση της πανδημίας και την ανάσχεση της εξάπλωσης της.
Η εξάλειψη του κινδύνου απαιτεί πολύ περισσότερα πράγματα και πρωτίστως την ταχύτερη δυνατή κυκλοφορία αποτελεσματικών φαρμάκων και του ειδικού εμβολίου. Στο θέμα του εύρους του διαγνωστικού ελέγχου της πανδημίας και της επάρκειας των τεστ υπάρχει όντως υστέρηση στη χώρα μας. Το λάθος ήταν ότι δεν έγινε εξ’ αρχής κεντρικός έλεγχος από το Υπουργείο Υγείας όλων των διαθέσιμων τεστ του Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα και , κυρίως, δεν υπήρξαν ενιαία κλινικά κριτήρια για τη διενέργεια τους σ’ αυτούς που πραγματικά είχαν τεκμηριωμένη ιατρική ένδειξη. Έτσι δημιουργήθηκαν πολλές ταχύτητες στην πρόσβαση των πολιτών και οικονομική εκμετάλλευση της αντικειμενικής δυσκολίας του Δημόσιου τομέα (λόγω περιορισμένης διαθεσιμότητας των αντιδραστηρίων διεθνώς) να καλύψει όλες τις ανάγκες.
Σήμερα χρειάζεται αυξημένη διαθεσιμότητα των τεστ που ανιχνεύουν το RNA τού ιού (μοριακή τεχνική με real time PCR) για να ελεγχθούν με πληρότητα όσοι πρέπει (ασθενείς και το στενό τους περιβάλλον, υγειονομικό προσωπικό, ευάλωτες ομάδες που διαβιούν σε ευνοϊκό περιβάλλον μετάδοσης , άτομα από την κοινότητα κλπ), έτσι ώστε να ελεγχθεί καλύτερα η διασπορά και να έχουμε μια πιο ακριβή επιδημιολογική επιτήρηση της πανδημίας. Ειδικά για την επόμενη φάση της σταδιακής υποχώρησης της «καραντίνας» και της ανάγκης εκτεταμένων ελέγχων στο γενικό πληθυσμό , πιθανότατα θα χρειαστούμε νέες πιο γρήγορες και φτηνές τεχνικές που θα αξιολογηθεί όμως πρώτα η ευαισθησία και η ειδικότητα τους. Το κρίσιμο θέμα σ’ αυτή τη φάση, είναι η ενίσχυση της «παραγωγικότητας» των Δημόσιων Εργαστηρίων που μπορούν να πραγματοποιούν με αξιοπιστία μοριακά τεστ, η συνταγογράφηση τους από τον θεράποντα γιατρό με μηδενική συμμετοχή για τον πολίτη και αποζημίωση από τον ΕΟΠΥΥ και η υποχρεωτική δήλωση των θετικών δειγμάτων στον ΕΟΔΥ. Με άλλα λόγια οφείλουμε να αυξήσουμε αλλά και να περιφρουρήσουμε τα διαγνωστικά τεστ για τον κοροναϊό.
Γιατί πωλούνται τόσο ακριβά τα τεστ; Μπορεί η κυβέρνηση λόγω της έκτακτης κατάστασης να παρέμβει σε αυτό το θέμα;
Γιατί οι εταιρείες που τα κατασκευάζουν και τα διαθέτουν λειτουργούν με τους κανόνες της αγοράς, με βάση την προσφορά και τη ζήτηση. Αυτό που μπορεί να κάνει η κυβέρνηση είναι να αυξήσει τον προϋπολογισμό των εργαστηρίων του ΕΣΥ και των Πανεπιστημιακών νοσοκομείων, να αξιοποιήσει το ΙΦΕΤ (Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας) για την κεντρική προμήθεια αντιδραστηρίων από τη διεθνή αγορά και άρα να έχουμε πρόσβαση στις αναγκαίες ποσότητες και οικονομία κλίμακας, να ενεργοποιήσει γρήγορα το εργαστήριο του ΕΚΕΑ (Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας) που έχει αυξημένες δυνατότητες στο μαζικό μοριακό έλεγχο δειγμάτων και να αξιοποιήσει όσες προτάσεις υπάρχουν από Πανεπιστημιακά ή Ερευνητικά Ιδρύματα για επικουρική κάλυψη εργαστηριακών αναγκών. Πάνω απ’ όλα όμως οφείλει το Υπουργείο Υγείας να ορίσει μια ομάδα εμπειρογνωμόνων που θα παρακολουθεί και θα συντονίζει όλη αυτή τη διαδικασία και θα προτείνει σε κάθε φάση τα ενδεικνυόμενα διαγνωστικά μέσα, τις προδιαγραφές και τα κριτήρια για τη διενέργεια τους .
Η εικόνα που μας δίνουν οι νοσοκομειακοί γιατροί και το προσωπικό στα δημόσια νοσοκομεία, δεν είναι ενθαρρυντική. Εκπέμπουν sos για την έλλειψη υλικού, για την μη επαρκή οργάνωση και τις λανθασμένες οδηγίες του ΕΟΔΥ. Θα αντέξει το ΕΣΥ, έναν αυξανόμενο αριθμό ασθενών που χρειάζονται ΜΕΘ;
Το ΕΣΥ θα αντέξει υπό τις εξής προϋποθέσεις: α. διατήρηση και όχι χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων. β. γρήγορη ενίσχυση με επιπλέον προσωπικό και εξοπλισμό των νοσοκομείων και Κέντρων Υγείας γ. επαύξηση των ενεργών κλινών ΜΕΘ στο ΕΣΥ και ταυτόχρονα επίταξη όλων των διαθέσιμων κλινών ΜΕΘ της χώρας δ. επάρκεια μέσων ατομικής προστασίας των γιατρών και νοσηλευτών ε. ενίσχυση των δημόσιων εργαστηρίων και αυξημένη διαθεσιμότητα διαγνωστικών τεστ για τον άμεσο έλεγχο ύποπτων κρουσμάτων ζ. ενεργός εμπλοκή της ΠΦΥ στη δημιουργία ενός αποτελεσματικού «φίλτρου» προς τα νοσοκομεία. Αν συντρέξουν συνδυαστικά οι παραπάνω προϋποθέσεις μπορούμε να ελπίζουμε στην ανθεκτικότητα και ανταποκρισιμότητα του Δημόσιου Συστήματος Υγείας. Σε ένα πολύ κρίσιμο παράγοντα, στα ατομικά μέσα προστασίας, παρατηρήθηκαν τα μεγαλύτερα προβλήματα μέχρι τώρα και η ανεπάρκεια των υλικών εξακολουθεί να υπάρχει, ειδικά σε νοσοκομεία της επαρχίας και στα περισσότερα Κέντρα Υγείας. Γι’ αυτό και η απαίτηση «Προστατέψτε τους ανθρώπους της 1ης γραμμής» έχει τεράστια αξία για το ηθικό των εργαζομένων στο ΕΣΥ και για τη Δημόσια Υγεία.
Το παράδειγμα της 40χρονης γυναίκας που πέθανε ακολουθώντας τις οδηγίες του ΕΟΔΥ, προκάλεσε ανησυχία στις ευπαθείς ομάδες. Τίθεται για εσάς ένα θέμα βιοηθικής κύριε Ξανθέ; Μήπως με δεδομένο ότι το ΕΣΥ δεν «αντέχει» μπαίνουμε στη λογική, προκειμένου να κρατήσουμε τα νοσοκομείο μας να «θυσιάζουμε» κάποιες ομάδες;
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να τεθούν βιοηθικά διλήμματα τέτοιου τύπου στη διαχείριση της πανδημίας στη χώρα μας. Πρέπει να αποτρέψουμε με κάθε μέσο την πιθανότητα να ζήσουμε το δράμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Το ΕΣΥ έχουμε χρέος ως Πολιτεία και ως κοινωνία να το στηρίξουμε απλόχερα για να αντέξει. Ευτυχώς στην Ελλάδα δεν ακολουθήσαμε τη γραμμή της «ανοσίας αγέλης» που προωθούσε ο Τράμπ και ο Τζόνσον και η οποία είναι ένα σκληρό βιοπολιτικό σχέδιο που οδηγεί στην επιβίωση των ισχυρών και υγιών και στην εξόντωση των αδύναμων και ασθενικών. Το περιστατικό του θανάτου της νέας γυναίκας στην Καστοριά ανέδειξε το κενό ιατρικής παρακολούθησης και φροντίδας αυτών που «Μένουν Σπίτι» με οδηγίες του ΕΟΔΥ, αλλά στη συνέχεια δεν υπάρχει η δυνατότητα να διαγνωστεί νωρίς μια επιδείνωση της κατάστασης τους και να διακομιστούν έγκαιρα στο νοσοκομείο. Το κενό αυτό μπορεί να το καλύψει το Δίκτυο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) και της κατ’ οίκον φροντίδας.
Πως θα έπραττε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αν έπρεπε να διαχειριστεί αυτή την κρίση; Τι διαφορετικό θα έκανε;
Κατ’ αρχήν έχει τεράστια σημασία να τονίσουμε ότι αυτή η κρίση Δημόσιας Υγείας βρήκε το ΕΣΥ όρθιο, λειτουργικό, νοικοκυρεμένο και κυρίως ανοικτό σε όλους χωρίς διακρίσεις. Η επιβίωση της δημόσιας περίθαλψης και η πολιτική της καθολικής κάλυψης είναι «έργο ΣΥΡΙΖΑ», σε συνθήκες λιτότητας και έχουμε υποχρέωση να το υπενθυμίζουμε με κάθε ευκαιρία. Όπως έχει αξία να αναδεικνύουμε πόσο καλύτερη θα ήταν η κατάσταση στο ΕΣΥ αν δεν είχε «παγώσει» επί 8 μήνες η δρομολογημένη ενίσχυση των νοσοκομείων και των Κέντρων Υγείας με μόνιμους γιατρούς και λοιπό προσωπικό, αν δεν είχε καθυστερήσει αναίτια ο διορισμός 200 ειδικευμένων γιατρών ΕΣΥ στα επείγοντα των νοσοκομείων του Λεκανοπεδίου, αν είχε προχωρήσει η ανάπτυξη των ΤΟΜΥ (Τοπικές Μονάδες Υγείας), αν είχε προχωρήσει το πλάνο των 10.000 μόνιμων προσλήψεων σε βάθος 4ετίας ( 2019-2022) που είχαμε σχεδιάσει από τις αρχές του 2019 με βάση το 1:1 στο Δημόσιο .
Τώρα, στο ερώτημα τι παραπάνω θα κάναμε αν ήμασταν εμείς κυβέρνηση για την πανδημία, η απάντηση είναι ότι θα στηρίζαμε περισσότερο τον κόσμο της εργασίας, τους ανθρώπους που κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς εισόδημα, τους φτωχούς και τους αδύναμους που θα πληγούν πολύ περισσότερο από αυτή την κρίση. Επίσης θα ενισχύαμε πιο «απλόχερα» το Δημόσιο Σύστημα Υγείας με επικουρικό και με μόνιμο προσωπικό. Και θα βάζαμε πιο ενεργά στη μάχη τις δημόσιες δομές και όλους τους υγειονομικούς της ΠΦΥ (Κέντρα Υγείας, ΤΟΜΥ, ΠΙ (Περιφερειακά Ιατρεία), συμβεβλημένοι με τον ΕΟΠΥΥ και ιδιώτες γιατροί ) για την κάλυψη αναγκών της συγκυρίας και τη συστηματική παρακολούθηση και φροντίδα ανθρώπων με προβλήματα υγείας που «μένουν σπίτι».
Θα επιμέναμε ακόμα πιο εντατικά στη γραμμή της αποσυμφόρησης των προσφυγικών καταυλισμών, ειδικά στα νησιά. Θα δίναμε τέλος, έμφαση στη φροντίδα ομάδων ειδικής ευαλωτότητας που διαβιούν κάτω από συνθήκες συγχρωτισμού και ανεπαρκών μέσων ατομικής υγιεινής (φυλακές , γηροκομεία, προνοιακά ιδρύματα , ψυχιατρεία, καταυλισμοί Ρομά κλπ). Αναλυτικές προτάσεις έχουμε καταθέσει ως «Παρατηρητήριο Υγείας» του ΣΥΡΙΖΑ. Κρίσιμη διαφορά μας με την κυβέρνηση, είναι η πολυεπίπεδη επένδυση στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας ( ΠΦΥ, ΤΕΠ, ΜΕΘ, μετανοσοκομειακή φροντίδα) με στόχο τη σύγκλιση με τους μέσους όρους της Ευρώπης, στις δημόσιες δαπάνες υγείας (από το σημερινό 5% του ΑΕΠ να προσεγγίσουμε το 7% που είναι ο μ.ο. στην Ευρωζώνη). Η κυβέρνηση έχει τη λογική της «έκτακτης και προσωρινής παρέμβασης» και των προσλήψεων «μιας χρήσης» , προσβλέποντας μετά το τέλος της πανδημίας στην επιστροφή στη νεοφιλελεύθερη «κανονικότητα» και στο «λιγότερο Κράτος στην Υγεία».
Πίσω από τον κύριο Τσιόρδα και άλλους έγκριτους επιστήμονες, υπάρχει σοβαρή και οργανωμένη ομάδα ειδικών για την αντιμετώπιση της κρίσης;
Ο κ. Τσιόδρας είναι μια εξαιρετική επιλογή για την εποπτεία της πανδημίας και το συντονισμό του επιστημονικού δυναμικού της χώρας στο πεδίο της λοιμωξιολογίας-επιδημιολογίας. Οι εισηγήσεις της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων είναι στη σωστή κατεύθυνση και ο αναγκαίος πολιτικός έλεγχος και η κριτική πρέπει να αφορούν την επάρκεια, την ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης στην υλοποίηση τους. Αν υπάρχουν – και είναι λογικό να υπάρχουν σε μια πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση – επιφυλάξεις ή αντιρρήσεις επιστημονικού χαρακτήρα, είναι καλό να κατατεθούν επίσημα και τεκμηριωμένα για επιστημονικό διάλογο στην αρμόδια Επιτροπή και όχι να αναπαράγονται άκριτα στη δημόσια συζήτηση από μη ειδικούς. Είναι η ώρα της συστράτευσης και θετικής συμβολής του επιστημονικού κόσμου και όχι η ώρα της αντιπαράθεσης και του διαγκωνισμού για την επιστημονική «αυθεντία» και το ρόλο καθενός.
Η περιοχή της Καστοριάς, που αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή, ενισχύεται από την κυβέρνηση κατά τη γνώμη σας;
Η εικόνα που έχουμε, είναι ότι στην Καστοριά τα αντανακλαστικά της κυβέρνησης ήταν καθυστερημένα και η ενίσχυση του Νοσοκομείου ανεπαρκής . Οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό έδωσαν με φιλότιμο μια πραγματική μάχη για κρατηθεί όρθιο το σύστημα , αλλά η Υγειονομική Περιφέρεια και το Υπουργείο δεν έκαναν ότι μπορούσαν , παρά τις εκκλήσεις όλης της τοπικής κοινωνίας. Η περιοχή αποδείχθηκε ότι είχε ανάγκη πιο στοχευμένης στήριξης και φροντίδας.
Ποια είναι η αλήθεια σε σχέση με τις προσλήψεις ιατρών και νοσηλευτών; Δηλώσατε πως είναι κραυγαλέα πλέον η έλλειψη στοιχειώδους σχεδιασμού για μόνιμες προσλήψεις στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Τι έγινε λάθος και για ποιο λόγο;
Το λάθος του Υπουργείου ήταν ότι καθυστέρησε 8 μήνες να προκηρύξει τις 950 θέσεις μονίμων γιατρών ΕΣΥ που «πάγωσαν» λόγω των εκλογών , ότι δεν έχει ακόμα προκηρύξει τις 1500 θέσεις νοσηλευτών-λοιπού προσωπικού που είχαμε εγκρίνει για το 2019 και κυρίως, ότι ούτε τώρα που όλοι αναγνωρίζουν την ανεκτίμητη αξία της δημόσιας περίθαλψης δεν έχει σχέδιο για μόνιμη κάλυψη αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό του ΕΣΥ. Αν όχι τώρα, πότε;
Απ’ ότι δηλώνουν οι νησιώτες, δεν έχουν ληφθεί μέτρα στα νησιά, των οποίων τα Κέντρα Υγείας -εάν υπάρχουν- είναι τραγικά υποστελεχωμένα. Τι πρέπει να γίνει;
Στα νησιά η κατάσταση είναι σίγουρα πιο δύσκολη λόγω της διαχρονικής έλλειψης επαρκούς υγειονομικού προσωπικού και των προβλημάτων στις διακομιδές των ασθενών που χρειάζονται εξειδικευμένη φροντίδα, την οποία δεν μπορούν να προσφέρουν τα Κέντρα Υγείας και τα Περιφερειακά τους Ιατρεία. Επειδή ακόμα στα νησιά η διασπορά του κοροναϊού είναι περιορισμένη , αυτό που χρειάζεται είναι η αποτροπή της μαζικής μετακίνησης ανθρώπων από τα αστικά κέντρα προς τα νησιά και η προετοιμασία των δομών του ΕΣΥ για να διερευνήσουν και να διαχειριστούν αξιόπιστα όσα ύποπτα κρούσματα υπάρξουν . Δηλαδή να έχουν επάρκεια μέσων ατομικής προστασίας του προσωπικού και διαγνωστικών τεστ (κάτι που σήμερα δεν ισχύει) και να υπάρχει ετοιμότητα από το ΕΚΑΒ για αυξημένες αεροδιακομιδές όποτε χρειαστεί, με συνθήκες ασφάλειας όσον αφορά τη μετάδοση του ιού . Η συζήτηση της «επόμενης μέρας» αφορά μια πολυεπίπεδη δέσμη ουσιαστικών κινήτρων για την προσέλκυση ειδικευμένων γιατρών και για τη βιώσιμη ενίσχυση του ΕΣΥ στις άγονες, νησιωτικές και δυσπρόσιτες περιοχές της χώρας.
Υπάρχουν φωνές εντός του ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρούν πως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης λειτουργεί φοβικά στην κριτική του, λόγω της έκτακτης αυτής συνθήκης και δεν υπογραμμίζει ηχηρά τα λάθη της κυβέρνησης. Και σε σχέση με την ελλιπή οργάνωση και σε σχέση με προκλητικές αποφάσεις όπως ο διπλασιασμός του νοσηλείου που προβλέφθηκε για τις ΜΕΘ των ιδιωτικών κλινικών αλλά και για τις αποφάσεις σε σχέση με τα εργασιακά μέτρα. Τι απαντάτε;
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται να ασκήσει το ρόλο του ως αξιωματική αντιπολίτευση. Ειδικά τώρα που έχει επιδείξει από την αρχή μια σοβαρή και υπεύθυνη στάση. Προφανώς δεν χρειάζεται πολιτική «αφωνία» αλλά τεκμηριωμένος αντίλογος όπου χρειάζεται και διατύπωση συγκεκριμένων και υλοποιήσιμων προτάσεων που μπορούν να συμβάλλουν στην καλύτερη δυνατή διαχείριση της κρίσης. Αυτό κάνουμε συστηματικά με τις δημόσιες παρεμβάσεις μας, με το «Παρατηρητήριο Υγείας» που συγκροτήσαμε πολύ έγκαιρα, με την ατζέντα που προβάλλουμε και συχνά επηρεάζει τον κυβερνητικό σχεδιασμό. Και με αυστηρή κριτική σε περιπτώσεις «χαριστικών ρυθμίσεων» όπως το διπλάσιο νοσήλειο στις Ιδιωτικές ΜΕΘ.
Θέλουμε να τα πάμε καλά σαν χώρα, να έχουμε τις λιγότερες απώλειες, να μειώσουμε τους αποφεύξιμους θανάτους, να μην καταρρεύσει το Δημόσιο Σύστημα Υγείας . Χωρίς να μας απασχολεί το αν, από το καλό σενάριο, θα επωφεληθεί πολιτικά η κυβέρνηση και προσωπικά ο κ.Μητσοτάκης. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι στρατηγικά κερδίζουν οι δικές μας ιδέες μέσα από αυτή τη δοκιμασία και ότι , υπό προϋποθέσεις , μπορεί να ηγεμονεύσει πολιτικά η γραμμή του Δημόσιου Συστήματος Υγείας , της καθολικής και ισότιμης κάλυψης των ανθρώπων, του Κοινωνικού Κράτους και της εξάλειψης των ανισοτήτων, της κρατικής παρέμβασης και του δημόσιου ελέγχου στην αγορά φαρμάκων και υγειονομικού υλικού κλπ. Όχι αυτόματα φυσικά. Με ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική προσπάθεια. Και με αυτοπεποίθηση. Η στάση που κρατάμε συλλογικά απέναντι στην πανδημία και τις επιπτώσεις της, ενισχύει την πολιτική μας αξιοπιστία και διεμβολίζει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο στην κοινωνία.