Η 30ή Οκτωβρίου 1944 είναι η μέρα που έφυγε και ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης από την πόλη. Ποτάμια λαού πανηγύριζαν και αρματωμένοι ελασίτες παρέλαυναν ως απελευθερωτές στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Μια νέα ελπιδοφόρα προοπτική ξανοίγονταν για την πόλη και τους ανθρώπους της. Κι όμως. Η επέτειος αυτή, ενταγμένη στους τεμφύλιους ανταγωνισμούς και το ρεβανσιστικό πνεύμα των νικητών, εξακολουθεί να αποσιωπάται ή να αναφέρεται υποτονικά, σαν να μην έγινε ποτέ απελευθέρωση, σαν να θυμίζει «οικεία κακά» και πρέπει να σβηστεί από το βιβλίο της ιστορίας της πόλης.
Στην Ελλάδα, βεβαίως, συνηθίζουμε να «γιορτάζουμε» ως εθνική εορτή την έναρξη των πολέμων και όχι τη λήξη τους, όπως γίνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και το έχουμε δυστυχώς συνηθίσει, λες και ένας πόλεμος δεν ταυτίζεται με το αίμα, τον πόνο, τη δυστυχία, την εξαθλίωση, αλλά με μια εντυπωσιακή είδηση -ευκαιρία για να εμβαπτιστούμε και πάλι στα συναισθήματα εθνικής αυτοϊκανοποίησης. Γι’ αυτό και σχεδόν όλοι θυμούνται πότε άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος αλλά ελάχιστοι πότε τελείωσε η γερμανική κατοχή, πότε απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη.
Συμφωνία Βρετανών και Γερμανών
Από μήνες οι Γερμανοί υποχωρούσαν σ’ όλα τα μέτωπα: στη Δύση από τη Νορμανδία μέχρι την Ιταλία, στην Ανατολή από την Πολωνία μέχρι τη Βουλγαρία. Η προέλαση του σοβιετικού Κόκκινου Στρατού στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια και οι παρτιζάνοι του Τίτο πίεζαν το γερμανικό στρατό σε γρήγορη αποχώρηση, πριν αποκοπούν στην Ελλάδα.
Από την άλλη, αυτό που ενδιέφερε τους Άγγλους ήταν τώρα πια ο μεταπολεμικός πολιτικός χάρτης και η εξουδετέρωση της ένοπλης αριστεράς.
Σύμφωνα με τον Άλμπερτ Σπέερ, υπουργό πολεμικής βιομηχανίας του Χίτλερ, υπήρξε στη Λισσαβόνα μια μυστική συμφωνία μεταξύ Γερμανών και Άγγλων, μία «gentlemen’s agreement» σε υψηλό επίπεδο, όπως του ανέφερε ο αρχηγός του γερμανικού επιτελείου, στρατηγός Γιόντλ: «Η συμφωνία αυτή, πρωτοφανής μέχρι τότε, και όπως γνωρίζω μοναδική σ’ όλο το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, αφορούσε, όπως μου είπε ο Γιόντλ τουλάχιστον, την εκκένωση απ’ τα γερμανικά στρατεύματα της Ελλάδος, χωρίς Βρετανική ενόχληση. (…) Και πράγματι οι Άγγλοι την ετήρησαν. (…) Ο Φον Όβεν που ήταν διευθυντής τύπου του υπουργείου προπαγάνδας, αναφέρει σε βιβλίο του που έγραψε μετά τον πόλεμο, ότι ο Γκαίμπελς είχε μετάσχει ο ίδιος στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της συμφωνίας αυτής. (…) Το τίμημα της συμφωνίας, κατά τη δική μου γνώμη, ήταν να παραχωρηθεί η Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς στους Άγγλους, να μπορέσουν να την καταλάβουν αμαχητί και μ’ αυτό τον τρόπο η Ελλάδα να περιέλθει στο δυτικό στρατόπεδο. Και βέβαια ο Χίτλερ θα διατηρούσε ανέπαφες τις δυνάμεις του που κατείχαν τον Ελληνικό χώρο».
Οι Άγγλοι προετοιμάζουν το σχέδιο «Manna» (9.9.44) για την ισχυροποίηση της νέας κυβέρνησης απέναντι στο ΕΑΜ με την εγκατάσταση βρετανικών στρατευμάτων και έλεγχο τουλάχιστον Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Και έρχονται σε συνεννόηση με το γερμανικό επιτελείο στην Ελλάδα, ώστε να υπάρξει αρμονική «αλλαγή φρουράς». Αντάλλαγμα, η ομαλή αποχώρηση των Γερμανών, στην ίδια κατεύθυνση με τη συμφωνία της Λισσαβόνας.
Τον Οκτώβρη του 1944 ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν συμφωνούν ποιες θα είναι οι σφαίρες επιρροής μετά τον πόλεμο στη νοτιοανατολική Ευρώπη: Η Ελλάδα θα ανήκει στους Βρετανούς και στους Αμερικανούς και η υπόλοιπη περιοχή θα αφεθεί στη Σοβιετική Ένωση. Οι Έλληνες κομμουνιστές όμως θα αρνηθούν να πιστέψουν πως είχε γίνει μοιρασιά και θα ηττηθούν μόνο μετά από μακρόχρονο εμφύλιο πόλεμο και μετά από μαζική βρετανική και αμερικανική στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη προς τις αντικομουνιστικές δυνάμεις.
Οι τελευταίοι Γερμανοί αποχωρούν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 1944, αφού αποτίσουν φόρο τιμής στον Άγνωστο στρατιώτη, και στις 17.10 φτάνει η εξόριστη κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Το σχέδιο «Manna» εφαρμόζεται στην Αθήνα. Τμήματα του ΕΛΑΣ μπαίνουν στην πόλη καθώς και τμήματα του βρετανικού στρατού και όλοι γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό από τους Αθηναίους. Τα Τάγματα Ασφαλείας αφοπλίζονται, αλλά περιορίζονται σε ορισμένους χώρους έτοιμα να χρησιμοποιηθούν εναντίον του ΕΛΑΣ, όπως και θα γίνει στα Δεκεμβριανά.
Θεσσαλονίκη, το βασίλειο του ταγματασφαλίτη
Στη Θεσσαλονίκη οι εξελίξεις θα είναι διαφορετικές. Οι Γερμανοί, που συνεργάστηκαν εξαρχής στενά με σωρεία καιροσκόπων, εθνικοσοσιαλιστών, δολοφονικών ομάδων και τη γερμανόφιλη άρχουσα τάξη της πόλης σε μια αντικομμουνιστική και αντιεβραϊκή βάση, ευνοούσαν σαφώς μια σύγκρουση «εθνικιστών» και «κομμουνιστών».
Είναι χαρακτηριστικό το έγγραφο του γερμανικού Α2 για τη Θεσσαλονίκη: «Το κομμουνιστικό στοιχείο είναι εδώ, όπως και στην Αθήνα, τόσο ισχυρό, που με βεβαιότητα πρέπει να αναμένεται πρώτα η κατάληψη της πόλης υπό τον EΛΑΣ. Παίρνοντας υπόψη ότι δεν μπορούμε να εμποδίσουμε μια ανάλογη εξέλιξη, που είναι μάλιστα ολότελα επιθυμητή, συνιστάται, για να διατηρηθεί το δικό μας γόητρο, να χρησιμοποιείται γι’ αυτά τα ζητήματα εκτεταμένα ο γενικός επιθεωρητής Χρυσοχόου, ο οποίος με πρωτοβουλία του πρέπει να θέτει σε δράση Τάγματα Ασφαλείας, Αστυνομία και Χωροφυλακή, όπως το έπραξε ο Ράλλης στην Αθήνα. Μ’ αυτό τον τρόπο θα καλύπταμε επαρκώς και τη δική μας υποχρέωση και η επιθυμητή κατάσταση του πολιτικού χάους θα επικρατούσε, αν προχωρήσουν τα πράγματα σε ένοπλες συγκρούσεις».
Ο συνταγματάρχης Αθανάσιος Χρυσοχόου, επιτελάρχης του στρατηγού Τσολάκογλου και πρώτου δωσίλογου πρωθυπουργού, ήταν τυπικά ο γενικός επιθεωρητής των νομαρχιών Μακεδονίας αλλά ουσιαστικός φρούραρχος και θεωρούνταν, μάλιστα, ο πραγματικός αρχηγός της ένοπλης οργάνωσης ΥΒΕ/ΠΑΟ.
Μέχρι το 1944 η Θεσσαλονίκη είχε καταστεί το ένοπλο βασίλειο των Ταγμάτων Ασφαλείας και πολλών ένοπλων ομάδων συνεργατών των κατακτητών στη Μακεδονία, της ΠΑΟ, του Κυριάκου Παπαδόπουλου (Κισάμπατζακ), του Γ. Πούλου, του Δάγγουλα, του Βήχου κ.ά.
Το καλοκαίρι του 1944 οι Γερμανοί διεξήγαγαν στα βουνά τις τελευταίες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ενάντια στον ΕΛΑΣ, με στόχο την απελευθέρωση των βασικών συγκοινωνιακών δικτύων. Πλήγματα, όμως, άρχισαν να δέχονται και οι μέχρι τότε ισχυροί Γερμανοί αλλά και οι γερμανοεξοπλισμένες ελληνικές ομάδες που συμμετείχαν στο πλευρό των κατακτητών στην αντικομμουνιστική τους εκστρατεία. Οι επιθέσεις του ΕΛΑΣ εναντίον των γερμανικών τμημάτων και των συνεργατών τους καταγράφονταν πλέον σε καθημερινή βάση, ακόμη και μέσα στις πόλεις. Το ίδιο διάστημα, στα γραφεία των γερμανικών επιτελείων φτάνουν οι πρώτες διαταγές για τη σταδιακή εκκένωση του ελληνικού χώρου από τις υπηρεσίες και τις μονάδες που δεν θεωρούνταν πρώτης γραμμής.
Ήδη, από το καλοκαίρι του 1944, με τη γερμανική ανοχή, τα Τάγματα Ασφαλείας έχουν καταστεί ανεξέλεγκτα. Η ΟΠΛΑ και η Εθνική Πολιτοφυλακή δίνουν τις δικές τους αιματηρές απαντήσεις. Η πόλη μεταβάλλεται σε πεδίο σύγκρουσης, με στόχο όλων τον έλεγχό της. Και οι εκκλήσεις του Δημάρχου, του Μητροπολίτη και των επαγγελματικών οργανώσεων της πόλης προς τις γερμανικές αρχές για την αποκατάσταση της τάξης, απλώς αντανακλούν τον αδύναμο ρόλο αστυνομίας και χωροφυλακής.
Οι πολιτικές ζυμώσεις για το μέλλον της πόλης και των Ταγμάτων Ασφαλείας εντείνονται. Σε αυτές συμμετέχει η πλειοψηφία του αστικού και πολιτικού κόσμου της Θεσσαλονίκης, η ηγεσία του ΕΔΕΣ και ο ΕΛΑΣ.
Την 1η Σεπτεμβρίου οι εκπρόσωποι της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας (ΟΜΜ) του ΕΛΑΣ και της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης Θεσσαλονίκης-Αιγαίου υπογράφουν στο Λειβάδι Χαλκιδικής στρατιωτικό σύμφωνο. Με το σύμφωνο αυτό ο ΕΛΑΣ φέρεται να αναλαμβάνει τη δέσμευση να μην εμποδίσει την υποχώρηση του γερμανικού στρατού και η γερμανική πλευρά να δεσμεύεται στο να διατάξει την αποχώρηση των Ταγμάτων Ασφαλείας από τη Θεσσαλονίκη, την οποία στη συνέχεια θα παραδώσει στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ και στο ΕΑΜ.
Από την άλλη πλευρά, οι Άγγλοι εφαρμόζουν ήδη το σχέδιο «Manna» για την εγκατάσταση βρετανικών στρατευμάτων και τον έλεγχο Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Πιέζουν τον EΛAΣ και πετυχαίνουν στις 26 Σεπτεμβρίου τη Συμφωνία της Καζέρτας (Ουίλσον, Γ. Παπανδρέου, Μακ Μίλαν, Σαράφης, Ζέρβας), που θέτει το Γενικό Στρατηγείο του EΛAΣ υπό τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπι. Επιπλέον, με τη Συμφωνία, τα Τάγματα Ασφαλείας χαρακτηρίζονται όργανα του εχθρού και εχθρικοί σχηματισμοί και ζητείται η άμεση παράδοσή τους. Ο ΕΛΑΣ και η Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή εγγυώνται για την ασφάλειά τους.
Σύντομα στη Μακεδονία, μια διαταγή των Σκόμπι – Σαράφη απαγορεύει στον ΕΛΑΣ να περάσει τον Αξιό ποταμό προς τη Θεσσαλονίκη και καθορίζει ως έδρα των ΟΜΜ τη Βέροια. Επιπλέον, βάζει υπό τις διαταγές του ΕΛΑΣ Μακεδονίας όσους συνεργάστηκαν και εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς και ορίζει τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαγεωργίου ως στρατιωτικό διοικητή Θεσσαλονίκης. Όμως η τοπική ηγεσία δε θα τηρήσει τη διαταγή.
Ήδη από τις 14 Σεπτεμβρίου έχει συνταχθεί πρακτικό μεταξύ του ΕΑΜ και των πολιτικών κομμάτων της Θεσσαλονίκης, που συμφωνούν σε κοινή δράση και κυρίως στην τήρηση κοινής στάσης απέναντι στα Τάγματα Ασφαλείας και στις άλλες «δολοφονικές οργανώσεις»: «Οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ και των Πολιτικών κομμάτων τα οποία συμμετέχουν στην σχηματισθείσα Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας στιγματίζουν όλες τις Εθνικοπροδοτικές και δολοφονικές Οργανώσεις και ορδές (Τάγματα Ασφαλείας, Ειδικής, Πουλικούς, ΕΕΣ, ΠΟΕΤ, ΕΕΕ) που με οποιοδήποτε τρόπο βοήθησαν στο Εθνοκτόνο έργο των μισητών κατακτητών Γερμανοβουλγάρων σαν εγκληματίες του Έθνους δολοφόνους του λαού. Στην άμεση υπακοή τους στην πρόσταξη του Διαγγέλματος να φύγουν από τους Γερμανούς και να περάσουν στο μέρος του Λαού παρέχεται η συγγνώμη του Έθνους».
Ταυτόχρονα και ο Μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ απευθύνει έκκληση σε ελληνική και τουρκική γλώσσα (για τους τουρκόφωνους Πόντιους) προς τους εξοπλισμένους απ’ τους καταχτητές και τους δοσίλογους της περιοχής Κοζάνης και τους καλεί την τελευταία στιγμή να συνέλθουν και να καταθέσουν τα όπλα στον ΕΛΑΣ, δίνοντας την προσωπική του υπόσχεση ότι δεν θα πάθουν τίποτα.
Μπροστά στο ορατό τέλος, αρκετοί αιματοβαμμένοι ταγματασφαλίτες και γερμανόφιλοι οπαδοί του Εθνικοσοσιαλισμού αποφασίζουν να συγκρουστούν μετωπικά με τον «εσωτερικό εχθρό» και κάποιοι άλλοι αποφασίζουν να ακολουθήσουν τους Γερμανούς στο δρόμο της φυγής.
Στις 12 Σεπτεμβρίου ξεκινά από την Αθήνα μια ειδική αμαξοστοιχία αποτελούμενη από δύο βαγόνια με 40 περίπου «εκλεκτούς» γερμανόφιλους, με προορισμό τη Βιέννη. Ανάμεσά τους η ηγεσία των ΕΕΕ, ο Σαλονικιός δικηγόρος Κ. Γούλας και ο αδελφός του, ο υπεύθυνος προπαγάνδας Κ. Σκανδάλης, ο Ιωάννης Κοσμίδης με τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του, ο δικηγόρος των ΕΕΕ Βλαχογιάννης κ.α.
Στη Θεσσαλονίκη, στο ίδιο τραίνο της «μεγάλης φυγής» επιβιβάζονται πολύ περισσότεροι γερμανόφιλοι, καθώς και οι οικογένειες όσων παρέτειναν την παραμονή τους στην Ελλάδα για να αποχωρήσουν με τον τακτικό γερμανικό στρατό και δεν προνόησαν να τις απομακρύνουν νωρίτερα. Έτσι, με το ίδιο τραίνο συνταξιδεύουν ο Παζιώνης, ο Σπυρίδης, ο Παπαναούμ, ο Αγάθος, η οικογένεια του Πούλου, οι οικογένειες των διευθυντών της Νέας Ευρώπης και της Απογευματινής, οικογένειες σημαντικών πρακτόρων, καθώς και πολλοί άλλοι. Ξεκινούν για τη Βιέννη, με τελικό προορισμό τη Νυρεμβέργη.
Άλλοι συνεργάτες των Γερμανών προσπαθούν να επιβιώσουν στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται στην Ελλάδα. Όμως άνθρωποι σαν τον Κισά Μπατζάκ, την ηγεσία του ΕΕΣ (Ελληνικός Εθνικός Στρατός), έχουν αποκηρυχθεί από την εξόριστη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και το Γενικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Παρόλα αυτά, εντείνει τις προσπάθειες του για την προσχώρηση του ΕΕΣ στον ΕΔΕΣ του Ζέρβα με την υποστήριξη του Χρυσοχόου, που επιδίωκε να δημιουργήσει ένα ισχυρό μέτωπο, ικανό να αντιταχτεί στρατιωτικά την κατάλληλη στιγμή στα σχέδια του «αναρχοκομμουνισμού». Τα σχέδια αυτά ήρθε να ενισχύσει απόφαση του δοσιλογικού Υπουργείου Στρατιωτικών, που προέβλεπε τη διάθεση αξιωματικών για τη στελέχωση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Παράλληλα, οι Γερμανοί αποφυλακίζουν τους αξιωματικούς του ΕΔΕΣ που κρατούνταν στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς», με την προϋπόθεση ότι θα στελέχωναν τον ΕΕΣ και δεν θα στρέφονταν κατά του στρατού Κατοχής και με γερμανικά αυτοκίνητα στέλνονται στα τμήματα του Μιχάλαγα. Έτσι, ο ΕΕΣ του Κισά Μπατζάκ γίνεται ρυθμιστικός παράγοντας των εξελίξεων.
Στις αρχές Οκτωβρίου, όμως, οι Γερμανοί -σε προφανή υλοποίηση του συμφώνου του Λειβαδιού- διατάσσουν τον αιμοσταγή Δάγκουλα και κατόπιν τα τμήματα του ΕΕΣ να απομακρυνθούν από την πόλη. Όμως στις 18 Οκτωβρίου ο Κισά Μπατζάκ, όπως είχε κάνει πιο πριν ο Δάγκουλας, επισκέπτεται τον Χρυσοχόου -Γεν. Διοικητή πια από τις 7.10.1944- ο οποίος τον συμβουλεύει να μην απομακρυνθεί πολύ από την πόλη γιατί δεν αποκλειόταν να ζητηθεί η συνδρομή του για να αποτραπεί η κατάληψή της από τον ΕΛΑΣ. Έτσι, ο Κισά Μπατζάκ στις 20 Οκτωβρίου μεταφέρει το στρατηγείο και τους άντρες του ΕΕΣ στον Άγιο Αθανάσιο, 20 χλμ. έξω από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί, η ηγεσία του ΕΕΣ διατάζει τους άντρες να προσθέσουν στο σήμα στα πηλίκιά τους ένα «Δ» και μεταμορφώνονται σε ΕΔΕΣ του Ζέρβα, παρά τη δήλωση του ΕΔΕΣ Θεσσαλονίκης ότι πρόκειται για «πρωτοβουλία δική τους και μόνον». Στην ίδια μεταμόρφωση προχωρούν και ο Δάγκουλας και οι άντρες του, όπως και όλοι οι ένοπλοι που συγκεντρώνονταν στον Άγιο Αθανάσιο χωρίς φανερή συμφωνία με τους εκπροσώπους του ΕΔΕΣ στη Μακεδονία.
Ο ΕΛΑΣ προωθείται
Τμήματα του ΕΛΑΣ προσανατολίζονταν ήδη από το καλοκαίρι -με αρκετές επιχειρήσεις ακόμη και μέσα στην πόλη- σε κατάληψη της Θεσσαλονίκης και είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται ισχυρές δυνάμεις στη Μακεδονία για την τελική αναμέτρηση. Παρά τη συμφωνία της Καζέρτας και παρά την εντολή του διοικητή του ΕΛΑΣ Στέφανου Σαράφη να περιμένουν την απόβαση των Βρετανών, οι ηγέτες της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας δεν υπακούν.
Η απόφαση να προχωρήσουν είχε παρθεί μυστικά από τους Μάρκο Βαφειάδη και Λεωνίδα Στρίγγο και μετά από τους καπετάνιους Ευριπίδη Μπακιρτζή, Πρωτόπαπα (Κικίτσα) και Λασσάνη.
«Ξεσχίσθηκε ο “Δούρειος…” της Καζέρτας», θα πει ο Μάρκος Βαφειάδης. Έχει ενδιαφέρον η περιγραφή του ίδιου για τα γεγονότα:
«Πήγαμε στον Μπακιρτζή μαζί με τον Κικίτσα. Συμφώνησε ότι έπρεπε να καταλάβουμε τη Θεσσαλονίκη αλλά οι διαταγές; Τότες του προτείναμε: Ο στρατηγός με όλο το επιτελείο θα πάγει στη Βέροια, σύμφωνα με τη διαταγή του Γ.Σ. Ο καπετάνιος, χωρίς να… ξέρει τίποτε ο Στρατηγός θα πάρει δύο τάγματα και με απόβαση στη Χαλκιδική και μαζί με τα τμήματα της ΧΙ Μεραρχίας, της Χ Μεραρχίας και την Ταξιαρχία Ιππικού, που την ίδια νύχτα θα κινηθούν προς Θεσσαλονίκη θα καταλάβει την πόλη. Τα παραπέρα, βλέποντας και κάνοντας! Ο Μπακιρτζής ενθουσιασμένος με το σχέδιο είπε: “Παιδιά, δεν είμαι εδώ. Κάντε όπως νομίζετε”. Έτσι νύχτα, στις 26 προς 27 του Οχτώβρη, από το Ελευθεροχώρι με πλοιάρια του ΕΛΑΝ έγινε η απόβασή μας στη Χαλκιδική. Την ίδια νύχτα, σύμφωνα με διαταγή μας, τμήματα της Χ Μεραρχίας και η Ταξιαρχία Ιππικού που υπάγονταν τακτικά στην ΟΜΜ, άλλα απ’ τη Μεθώνη με τον ΕΛΑΝ και άλλα με σχεδίες από Αλιάκμονα και Αξιό κατευθύνθηκαν προς τον ίδιο στόχο. Κατά τις βραδινές ώρες τις 17ης Οχτώβρη στο Ασβεστοχώρι συναντηθήκαμε με τον Λασσάνη και τον Βασβανά και το βράδυ της ίδιας μέρας με τον Βασβανά και τους άλλους συναγωνιστές που ‘ταν μαζί μου κατεβήκαμε στη Σαλονίκη, στην Άνω-Πόλη, και εγκατασταθήκαμε στη βίλα του Μοσκώφ σαν προσωρινή διοίκηση-κλιμάκιο της ΟΜΜ. Η τέτοια πυκνή και δυναμική παρουσία του ΕΛΑΣ στην πεταλική περίμετρο της Θεσσαλονίκης με τις σφοδρές συγκρούσεις, ήταν πλήρης αιφνιδιασμός για τους Γερμανούς και τους πράκτορές τους και ανάγκασε τους καταχτητές να συντομεύσουν την παραμονή τους στη Θεσσαλονίκη πάνω από 10 μέρες και στις 30 του Οχτώβρη του 1944, μετά το μεσημέρι, τμήματά μας κατέλαβαν όλη την πόλη και άλλα μας τμήματα, σε συνεχή επαφή με τον εχθρό, τον καταδίωξαν μέχρι τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, προκαλώντας του σοβαρές απώλειες».
Οι Γερμανοί φεύγουν, οι αντάρτες έρχονται
Σιγά σιγά, λοιπόν, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ προωθούνται, καταλαμβάνοντας τα υψώματα του Xoρτιάτη και του Ασβεστοχωρίου.
Στις 16 Οκτωβρίου τμήματα του ΕΛΑΣ συγκρούονται με ταγματασφαλίτες στη Νεάπολη, τη Βάρνα, τις Συκιές και την Άνω Πόλη, επεκτείνοντας τον έλεγχό τους στην περιοχή μέχρι την οδό Κασσάνδρου. Το ίδιο βράδυ γίνονται εκεί παρελάσεις ενόπλων και πανηγυρισμοί καθώς και στην Τούμπα, την Καλαμαριά και τη Χαριλάου, από όπου είχαν αποχωρήσει ήδη οι Γερμανοί.
Η «Έφοδος», όργανο της ΕΠΟΝ, είναι πιο αναλυτική: «Στις 16/10 το πρωί δύναμη από 150 ταγματαλήτες επετέθηκε απ’ όλες τις πλευρές στις συνοικίες Βάρνα, Συκιές, Καλλιθέα, Νεάπολη… Η αντεπίθεση κράτησε 2 ώρες… Αποτέλεσμα της οποίας ήταν να απωθηθούν οι αλήτες αφήνοντας επί του πεδίου της μάχης 8 νεκρούς. Στις 11 επετέθηκε ένα νέο κύμα από 108 ταγματαλήτες, οι 62 με κέντρο τη Νεάπολη». Στις βραδινές διαδηλώσεις αναφέρει 1000 νέους στην Ξηροκρήνη, όπως και στην Αγία Τριάδα, 6000 στην Καλαμαριά, 3000 στην Τριανδρία, στου Χαριλάου το ίδιο, και 3000 στην Τούμπα.
Στο στόχαστρο της εφημερίδας «Ελευθερία» του ΕΑΜ μπαίνουν και πάλι οι Χρυσοχόου και Παπαγεωργίου: «Από καιρό τώρα ο Χρυσοχόου, σε στενή συνεργασία με τον Παπαγεωργίου, συσκέπτεται για να σφετεριστεί δικτατορικά την εξουσία ακόμη και μετά το διώξιμο του ξένου καταχτητή. Γι’ αυτό δέχτηκε τελικά, παρόλες τις αρχικές ταλαντεύσεις, το διορισμό που του ‘στειλε ο ετοιμοθάνατος Ράλλης κι ανέλαβε Γενικός Διοικητής Μακεδονίας… Γι αυτό ακριβώς έστειλε τα τάγματα ασφαλείας και τους αλήτες του Κυριάκου Παπαδόπουλου (Κισάμπατζακ) στις λαϊκές συνοικίες της Θεσσαλονίκης για να τις μετατρέψει σε σφαγείο… Με τα παλικάρια του ΕΛΑΣ επικεφαλής σε παλλαϊκό ξεσηκωμό οι κάτοικοι της Νεάπολης και των γύρω συνοικιών τσάκισαν τις ορδές των επιδρομέων και ξάπλωσαν πάνω από 100 νεκρούς και τραυματίες. Έτσι η πρώτη μεγάλη δοκιμή του υποψήφιου διχτατορίσκου απέτυχε».
Στις 20 και 22 Οκτωβρίου οργανώνονται πάλι μαχητικές διαδηλώσεις με αίτημα τη διάλυση των ταγμάτων Ασφαλείας.
Οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους περιορίζονται από την Εγνατία και κάτω, ελέγχουν όμως μια ζώνη από το αεροδρόμιο του Σέδες και την Καλαμαριά μέχρι τη δυτική έξοδο της πόλης. Στόχος τους, να ολοκληρωθεί η αποχώρηση των στρατευμάτων τους, που έρχονται καραβιές από τα νησιά.
«Μονάδες συγκροτημένες έβλεπες να κατευθύνονται βιαστικά κάθε μέρα για το σταθμό και τις ξεπροβοδούσες με τη σύψυχη ευχή «στον αγύριστο» μα και μονάδες καινούργιες αντάμωνες να ‘ρχουνται για την πόλι.. Πολυβόλα, κανόνια, ξηλώνονταν, φορτώνoνταν κι έφευγαν μα και πολυβόλα, κανόνια στηνόντανε σε θέσι μάχης, στις κεντρικές πλατείες και στους δρόμους. Καίγανε, ανατινάζανε, καταστρέφανε τα πάντα, η πόλι σειόταν από τις δονήσεις και τους κρότoυς».
Οι Θεσσαλονικείς όμως ξεθαρρεύουν. Στις 24.10 γίνεται μεγάλη διαδήλωση με σημαίες και πλακάτ που φτάνει ως το Διοικητήριο, με συνθήματα: «Κάτω τα τάγματα», «Κάτω η τρομοκρατία» κτλ. Και στις 26 Οκτωβρίου, επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης του 1912, βγαίνουν στους δρόμους, συγκεντρώνονται στην πλατεία Αγίας Σοφίας, μιλούν για το νόημα της απελευθέρωσης, παρελαύνουν με τους ανάπηρους της Αλβανίας επικεφαλής και καταθέτουν στεφάνια στα αγάλματα του Βότση και του Καρατάσιου. Την περιφρούρηση αναλαμβάνει ο εφεδρικός EΛAΣ της πόλης.
Σύμφωνα με την «Ελευθερία», από νωρίς «πάνω από 150 χιλ. λαού ξεχύθηκαν στους δρόμους ζητωκραυγάζοντας υπέρ του ΕΑΜ και των άλλων εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων. Το πλήθος αποδοκίμασε τον Χρυσοχόου και τα σχέδιά του ζητώντας την τιμωρία όλων των εθνοπροδοτών».
Στους αντάρτες είχε ήδη φτάσει από την προηγούμενη μέρα διαταγή του Γενικού Στρατηγείου του EΛAΣ, που «απαγόρευε επιχειρήσεις μέσα και γύρω από την πόλη. Η είσοδός μας -θα πει ο επιτελάρχης της Ο.Μ.Μ. Μιχ. Λάσκαρης- έπρεπε να γίνει μετά από συνεννόηση με τον δήμαρχο και τον μητροπολίτη».
Μάχες για τον έλεγχο της πόλης
Η στάση του ΕΛΑΣ, παρόλη την επιβλητική παρουσία του γύρω και μέσα στη Θεσσαλονίκη, αποσοβεί κάθε εκτεταμένη εμφύλια αιματοχυσία, με δεδομένο μάλιστα ότι οι Έλληνες δοσίλογοι, μέσα και έξω από την πόλη, ξεπερνούν τις 15.000.
Παρά την απομάκρυνση, η ηγεσία του ΕΕΣ είχε επαφές με τον Χρυσοχόου, καθώς και με τον Στρατιωτικό Διοικητή Παπαγεωργίου. Άλλωστε, με βρετανική συγκατάθεση οι στρατιωτικοί διοικητές, ως εκπρόσωποι της κυβέρνησης στις απελευθερωθείσες περιοχές της χώρας, είχαν αποστολή να παρεμποδίσουν την επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας και να διαπραγματευτούν με όσους εγκατέλειπαν τα Τάγματα και παραδίδονταν.
Ο Χρυσοχόου προσπαθεί, σε επαφή με τον Παπαχριστοδούλου και τον Μπακατσέλο, ώστε να σπεύσουν οι ένοπλοι του Κισά Μπατζάκ να μπουν στην πόλη πριν από τον ΕΛΑΣ. Προσδιορίζουν, μάλιστα, την έναρξη της επιχείρησης για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης στις 28 Οκτωβρίου. Ο Κισά Μπατζάκ, που υπέγραφε πια ως μέλος των Εθνικών Ομάδων Ελλήνων Ανταρτών του αρχηγείου ΕΔΕΣ Μακεδονίας, σημείωνε: «Η απόφασις αύτη ελήφθη κατόπιν προσκλήσεως των Αρχών και του Εθνικόφρονος πληθυσμού Θεσσαλονίκης. Ο Γενικός Διοικητής Συνταγματάρχης Αθανάσιος Χρυσοχόου δι’ αντιπροσωπείας εμπόρων και Αξ/κων παρουσιασθείσης την 25ην τρέχοντος παρέγγελε κατηγορηματικώς και εγγράφως προς ημάς ότι όλοι Αρχαί και νομιμόφρων Λαός είναι παρά το πλευρόν μας προς επιβολήν της τάξεως του Νόμου».
Ο ΕΛΑΣ, η απειλή του οποίου είχε ενώσει το συρφετό των ενόπλων και των ταγματασφαλιτών από όλη την Μακεδονία, με τις ευλογίες του αστικού κόσμου της Θεσσαλονίκης και της ηγεσίας της κρατικής διοικητικής μηχανής, δε θα τους επιτρέψει να ελέγξουν την πόλη.
Ο ίδιος ο Αθ. Χρυσοχόου θα συλληφθεί στις 28.10 από την Εθνική Πολιτοφυλακή μαζί με άλλους 320 «γκεσταπίτες». «Είναι, το λοιπόν, ένα από τα γεγονότα που πανικόβαλε ολόκληρη την εθνοπροδοσία της Μακεδονίας και τους ταγματασφαλίτες που ετοιμάζονταν να αντισταθούν μέσα στην πόλη μέχρι τη στιγμή που θα ‘φταναν τίποτα Εγγλέζοι, αναγκάστηκαν να αφήσουν την πόλη και ύστερα από τη βοήθεια που δώκαν στους Γερμανούς καλύπτοντάς τους σαν πλαγιοφύλακες, ο μεν Πούλος με έξι χιλιάδες περίπου γερμανοντυμένους του και άλλους τόσους από τη Θεσσαλία και Νότια Ελλάδα (συνολικά δώδεκα χιλιάδες περίπου) ακολούθησαν τους Γερμανούς και πέρα από τα σύνορα».
Την ίδια επιλογή με τον Πούλο, που με τους άντρες του εγκαταλείπουν συντεταγμένα τις θέσεις τους στη Χαλκηδόνα και ακολουθούν το γερμανικό στρατό, κάνουν και άλλοι αιματοβαμμένοι άνθρωποι των Γερμανών, όπως ο Γραμματικόπουλος, ο Κυλινδρέας, ο Βήχος κ.α.
Οι άλλοι «ΕΣΕΣίτες-ΠΑΟτζήδες» συγκεντρώνονται στο Κιλκίς. Όλη η δύναμη της Χωροφυλακής-Ασφάλειας κλπ, μαζί με άλλους δοσίλογους, αποφασίζει να οχυρωθεί στο κτίριο της ΧΑΝΘ αλλά στις 31 Οκτωβρίου θα παραδοθούν.
Οι Γερμανοί αφήνουν πίσω τους χάος
Οι Γερμανοί νιώθουν ασφυκτικά την πίεση και βιάζονται ν’ αποχωρήσουν. Πίσω τους αφήνουν συντρίμμια. Ανατινάζουν αποθήκες, πετρέλαια, εγκαταστάσεις, δρόμους, γέφυρες, βαγόνια, ατμομηχανές, το μεγάλο λιμενοβραχίονα της πόλης και όσα επιταγμένα καΐκια και μικρά πλοία ήταν αραγμένα μέσα στο λιμάνι και κατά μήκος της παραλίας. Ακόμα και τις γραμμές του τρένου τις ανατινάζουν μία μια σε κάθε σημείο σύνδεσής τους.
Οι ελασίτες προσπαθούν να περισώσουν ό,τι μπορούν (Αλλατίνι, Εταιρεία υδάτων, μύλος κ.ά.). Σώζουν το παγιδευμένο κεντρικό υδραγωγείο της πόλης στην περιοχή της Παναγίας Φανερωμένης και την Ηλεκτρική Εταιρία.
Είναι χαρακτηριστική η διάσωση του εργοστασίου ηλεκτροφωτισμού της οδού Αγίου Δημητρίου -ενός από τα τρία ηλεκτρικά εργοστάσια που λειτουργούν στην πόλη- από τον εφεδρικό EΛAΣ του Πανεπιστημίου:
«Μια οκταμελής ομάδα του Λόχου φοιτητών με επικεφαλής τον Βαγγέλη Μηλιόπουλο άρχισε να περιπολεί στη γύρω περιοχή αναμένοντας το γερμανικό συνεργείο ανατινάξεων. Πραγματικά λίγο προτού νυχτώσει ήρθε μια μοτοσικλέτα με δύο Γερμανούς στρατιώτες απ’ τους οποίους ο ένας φορτωμένος δυναμίτη προχωρούσε προς το εργοστάσιο. Επειδή παρά τις κραυγές των φοιτητών “Άους, άους” συνέχισε την πορεία του, οι φοιτητές πυροβόλησαν και τον σκότωσαν».
Όταν σε λίγο εμφανίζεται ένα γερμανικό τανκ αναζητώντας το απόσπασμα, οι ελασίτες διαπραγματεύονται, παραδίδουν το νεκρό και τον συλληφθέντα και οι Γερμανοί αποχωρούν.
«Στην Εγνατία, μπροστά στην πλατεία Δικαστηρίων, τους περίμεναν μερικά θωρακισμένα αυτοκίνητα και τέσσερα τανκς με τις μπούκες στραμμένες προς την Επάνω Πόλη. Ενώθηκαν μαζί τους και εγκατέλειψαν μια για πάντα τη Θεσσαλονίκη. Αυτοί ήταν οι τελευταίοι».
Στραπατσαρισμένα κορμιά…
«Αγγελιαφόρος που γυρίζει με ποδήλατο τους δρόμους, ειδοποιεί τώρα πως θα περάσουν τα τελευταία γερμανικά τμήματα και συμβουλεύει τον κόσμο να φύγει από το δρόμο. Πολλοί φεύγουν την ίδια ώρα. Άλλοι αμφιβάλλουν και μένουν, μα γρήγορα αναγκάζονται κι αυτοί να κλειστούν στα γύρω σπίτια. Δυο τανκς κάνουν ξαφνικά την εμφάνισή τους και παίρνουν θέση στο μεγάλο δρόμο. Ακολουθούν οι μαυροφορεμένοι των ταγμάτων θανάτου. Παρατάσσονται κι αυτοί από τις δυο μεριές του δρόμου. Ανάμεσά τους περνάει τώρα το τελευταίο τμήμα. Φάτσες στραπατσαρισμένες, φορεσιές σχισμένες, κορμιά, ψυχές εξουθενωμένες. Κάρρα, καροτσάκια, βωδάμαξες, που τα τραβάνε παληάλογα. Βώδια κοκκαλιάρικα κι ελεεινά και γαϊδουράκια ακόμα, αυτά είναι τα μεταγωγικά τους. Τους κοιτάμε και ξανάρχεται στις μνήμες μας η θλιβερή εικόνα των δυστυχισμένων Εβραίων, που πριν δυο χρόνια στο ίδιο χάλι, περνούσανε τον ίδιο δρόμο. Διωγμένοι απ’ αυτούς που φεύγουν σήμερα βουτηγμένοι στην ίδια αθλιότητα.
“Όλα εδώ πληρώνονται…” είπε κουνώντας επιδειχτικά το κεφάλι της η γιαγιά…».
Μεθύσι χαράς
Πρόκειται για την 30ή Οκτωβρίου 1944. Πρόκειται για την «ημέρα της ελληνικής χαράς, της απαλλαγής της ελληνικής πατρίδος από μιαν τυραννίαν παρομοίαν της οποίας δεν εγνώρισε διά μέσου των αιώνων».
Αντάρτες του EΛAΣ έχουν διεισδύσει από πολλές πλευρές της πόλης. Και μέχρι το μεσημέρι την ελέγχουν πλήρως.
Η πρώτη ομάδα ελασιτών που μπαίνει στην πόλη έχει επικεφαλής τον ταγματάρχη Κώστα Συννεφάκη (καπετάν Νικήτα), διοικητή του 50ου συντάγματος. Αντί να τιμηθεί, ο καπετάνιος θα δολοφονηθεί τους επόμενους μήνες, στις 25 Μαρτίου 1945, στην Κατερίνη από Εθνικοφύλακες του 151 Τάγματος και παρακρατικούς.
Ο καπετάνιος της Ο.Μ.Μ., Μάρκος Βαφειάδης, στέλνει το εξής ιστορικό τηλεγράφημα:
«Τμήματά μας εισήλθαν Θεσσαλονίκη σήμερον 3ην μετά μεσημβρία, στοπ, λαός Θεσσαλονίκης έξαλλος από ενθουσιασμό διατρέχει οδούς πόλεως εναγκαλιζόμενος αντάρτες, στοπ, εργοστάσια ηλεκτρισμού και μύλος Αλατίνι κατόπιν επεμβάσεως Ε.Λ.Α.Σ., διεσώθηκαν, στοπ. Εστία εθνοπροδοτών ΧΑΝ παρέδωσε βαρύ οπλισμό, στοπ. Θα αναγκαστεί εις παράδοσιν, στοπ. Τμήματά μας προσανατολίζονται προς δυτικόν τμήμα πόλεως για χτυπήματα, στοπ. Επαφή με τμήματα 50ού και 30ού Συνταγμάτων που δράνε κοιλάδα Αξιού δεν έχουμε, στοπ. Γνώμη μας Μπακιρτζής με επιτελείο ομάδας και κρυπτογραφικό τμήμα φθάσει εις Θεσσαλονίκην, στοπ. Παρόν τηλεγράφημα παρακαλώ δοθεί ΠΓ του ΚΚΕ, στοπ. Αναμένω, στοπ. Μάρκος. 30.10.44».
Οι Θεσσαλονικείς πανηγυρίζουν πια σ’ όλες τις συνοικίες. «Τα μπαλκόνια των πλoυσιόσπιτων φορτώθηκαν στη στιγμή σημαίες, και όχι μονάχα ελληνικές, μα όλων των μεγάλων Συμμάχων -πού ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται. Ακόμα και η σημαία της Κίνας του Τσαγκ Κάι Σεκ έκανε την αινιγματική εμφάνισή της».
Παράλληλα, οι εαμίτες οργανώνουν συγκέντρωση. Η περιγραφή του Γιώργου Ιωάννου είναι γλαφυρότατη:
«Στο μεταξύ τα χωνιά ωθούσαν τον κόσμο προς την πλατεία της Αγια-Σοφιάς. Εκεί κατέληγαν όλα τα αφρισμένα ποτάμια. Από την οδό της Αγίας Σοφίας κατέβαιναν, σαρώνοντας τις γειτονιές, τα παιδιά -και όχι μόνο τα παιδιά- του Κουλέ Καφέ, του Άγιου Παύλου, της Ακρόπολης, της Κασσάνδρου. Το Τσινάρι, Εσκί-Ντελίκ, Προφήτης Ηλίας, Διοικητήριο κατέβαιναν τη Βενιζέλου… Από το Βαρδάρι πάλι ερχόταν, ξυπόλητη, ρακένδυτη, πειναλέα, σπαρταρώντας από ενθουσιασμό, η Ραμόνα, η Eφτάλoφος, ο Παλιός Σταθμός, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη, ενώ, αντίθετα, από ανατολικά κατάφταναν μέσα σε σκόνη και αλαλαγμό, με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά, η Τούμπα -“Τούμπα – Στάλινγκραντ” έλεγαν μόνοι τους, η Αγία Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, η Τριανδρία, ακόμα και η τόσο μακρινή Καλαμαριά. Πλημύρισαν δρόμοι και πλατείες. Πανζουρλισμός. Φιλιόμασταν, αγκαλιαζόμασταν, χαϊδευόμασταν, δεν ξέραμε τι λέμε από την ταραχή μας. Λέγαμε “Χριστός Ανέστη”, λέγαμε “Ελευθερία”, “Ποτέ ξανά”. Σάμπως να ’ταν στο χέρι μας. Αλλά έτσι νομίζεις σε τέτοιες στιγμές».
Συγκινητική είναι και η παρέλαση που ακολουθεί, όπως θα καταγράψει ο Τόλης Καζαντζής:
«Απ’ το Ιπποδρόμιο κατέβαιναν χαρούμενες παρέες με σημαίες, άλλες ελληνικές κι άλλες ρώσικες με σφυροδρέπανα, και σε λιγάκι ο δρόμος προς τον Πύργο και τα πεζοδρόμια πήξανε στον κόσμιο που ανυπομονούσε. Βγήκανε δυο με το χουνί και φώναξαν πως “O απελευθερωτικός στρατός, ο τιμημένος ΕΛΑΣ βρίσκεται στο Βαρδάρι”. Ο κόσμος ζητωκραύγασε και μεις καταφέραμε να σκαρφαλώσουμε στη μαρκίζα του σινεμά “Ηλύσια” κι από κει τα βλέπαμε όλα. Από παντού αντηχούσαν τραγούδια, στα μπαλκόνια απλώσανε ο κόσμος τις σημαίες. Τραγουδούσαμε και μεις:
Τα χρυσά σπαθιά των Άγγλων
θα τα κάνουμε σφυριά,
θα τα κάνουμε δρεπάνια
να θερίζει η αγροτιά.
(…) Ώσπου άρχισε η παρέλαση: Μπροστά πηγαίνανε καμιά κατοσταριά καβαλαραίoι, αρματωμένοι σαν αστακοί, με γενειάδες κι αυτόματα και φυσεκλίκια χιαστί στο στήθος. Ύστερα έρχονταν οι πεζοί, κι αυτοί το ίδιο αρματωμένοι, και πιο πίσω καμιά πεντακοσαριά παιδιά που κουβαλούσανε καμένα γερμανικά όπλα, απ’ αυτά που μέρες πριν καίγανε οι Γερμανοί αβέρτα. Αυτούς, δεν ξέρω ποιος τους πρωτοείπε “η καμένη μεραρχία” και σε λιγάκι έτσι τους φώναζε όλος ο κόσμος. Μετά ακολουθούσε μπουλούκι ο κόσμος. Εκεί να δεις σημαίες ελληνικές και ρώσικες, και σηκωμένη τη γροθιά απάνω στα μπαλκόνια, και “θα σας κατεβάσουμε” φωνάζανε σ’ όσους παρακολουθούσαν από κει. Στο μεταξύ, ο κόσμος που περίμενε στα πεζοδρόμια μπουκάρισε στο δρόμο κι αγκάλιαζε τους αντάρτες. Μερικοί είχανε φέρει και γλυκά και τους κερνούσανε, άλλοι μπαίνανε μες στις γραμμές των ανταρτών και τραγουδούσαν όλοι μαζί αγκαλιασμένοι».
Το στρατήγημα της παραπλάνησης
Με στόχο τον αιφνιδιασμό των «εξοπλισμένων» και των Άγγλων, όπως ο Βαφειάδης θα αποκαλύψει, η παρέλαση των Ελασιτών δεν ήταν αυτή που φαινόταν: «έπρεπε να τους δοθεί η εντύπωση πως οι κύριες δυνάμεις του ΕΛΑΣ που κινητοποίησε η ΟΜΜ προς Θεσσαλονίκη βρίσκονται μέσα στην πόλη και μικρά μόνο τμήματα παρενοχλούν τους Γερμανούς που φεύγουν μαζί με τους εξοπλισμένους, ενώ το αντίθετο στην πραγματικότητα γινότανε. Γιατί στη νύχτα 31 Οχτώβρη προς 1 Νοέμβρη, εκτός από την πολιτοφυλακή και υποχρεωτικές από Ελασίτες φρουρές σε χώρους μέσα στη Σαλονίκη και 4 τάγματα σαν εφεδρεία στη διάθεση του συντονιστικού «οργάνου», που αποτελέστηκε από τους Μάρκο και Λασσάνη, όλα τα υπόλοιπα τμήματα που συγκροτήθηκαν σε απόσπασμα κατευθύνθηκαν στον άξονα υποχώρησης των Γερμανών και των εξοπλισμένων, με όση προφύλαξη μπορούσε αυτό να γίνει.
Και πέτυχε το στρατήγημα: Τα μικρά αυτά τμήματα που ‘μειναν στην πόλη γίναν στρατός μεγάλος και παρέλασαν τόση ώρα, όση χρειάζονταν να πειστούν κείνοι που ‘πρεπε, ότι ο ΕΛΑΣ βρίσκεται στην πόλη μέσα. Και στ’ αλήθεια γένηκε στρατός μεγάλος από Επονίτες και Εαμίτες και κομμουνιστές που ντύθηκαν στα γρήγορα μ’ ό,τι βρέθηκε, με θερινά και χειμωνιάτικα και όπως ήτανε με τα δικά τους, τους δώκαμε από ένα τουφέκι γερό ή χαλασμένο, με λίγα φυσίγγια και χωρίς, κι έτσι παρέλασε ο στρατός μας μαχητικός και αποφασιστικός με το τουφέκι του στον ώμο, στρατός, όχι παίξε-γέλασε, από νέους και νέες που απόκτησαν τη λευτεριά με την πάλη τους και με απερίγραφτη λαχτάρα άρπαζε το όπλο που του ‘δινες, έτοιμος για θαύματα! Και παρέλασε ο στρατός μας μαζί με τις πολιτικές, αντιστασιακές και επαγγελματικές οργανώσεις, συνταγμένος σε μια φάλαγγα και μ’ όλη τη Σαλονίκη στο πόδι, στους δρόμους και στα μπαλκόνια».
Η παραπλάνηση ήταν χρήσιμη για τον ΕΛΑΣ, που είχε συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις στη Μακεδονία για την τελική αναμέτρηση με τον ένοπλο δοσιλογισμό, που με την ονομασία «XI Μεραρχία ΕΔΕΣ Κεντρικής Μακεδονίας» το απόγευμα της 30ης Οκτωβρίου θα φτάσει Κιλκίς και τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης θα αρχίσουν συγκρούσεις με τμήματα του ΕΛΑΣ.
Πλιάτσικο, τάξη και επισημότητα
Προς το βράδυ της 30ης Οκτωβρίου οι πανηγυρισμοί κοπάζουν στη Θεσσαλονίκη. Και το ενδιαφέρον μετατοπίζεται σε πιο υλικά πράγματα. «Είναι γεγονός πως τη βραδιά της απελευθέρωσης, προτού ακόμα αναλάβουν τα όργανα της Λαϊκής Πολιτοφυλακής για να επιβάλουν την τάξη, πλήθη εξαθλιωμένου και εξαγριωμένου λαού των συνοικιών, εισέβαλε αυθαίρετα στις αποθήκες του λιμανιού, καθώς και σε ορισμένα μεγαλoκαταστήματα, στο εμπορικό κέντρο, Εγνατία-Τσιμισκή-Μητροπόλεως. Αφού σχημάτισαν επιτροπές, μοίρασαν στο λαό το περιεχόμενο των μαγαζιών, διάφορα τρόφιμα, ρουχισμό, υφάσματα. Αυτό κράτησε μόνο μερικές ώρες. Σύντομα όμως επεβλήθηκε υποδειγματική τάξη και τίποτα παρόμοιο δεν επαναλήφθηκε».
Την τάξη επιβάλλουν οι Ελασίτες και η Λαϊκή Πολιτοφυλακή, που για μήνες διαμορφώνουν ένα καθεστώς λαϊκής εξουσίας, αποσοβώντας παράλληλα τις πράξεις αντεκδίκησης. Ο γιορτασμός συνεχίζεται και την επόμενη μέρα. Οι αντάρτες, με νέες στολές, παρελαύνουν και πάλι. Το ΕΑΜ κυριαρχεί στα συνθήματα και τα τραγούδια. Πλήθη λαού στην παραλία χειροκροτούν με ενθουσιασμό και τους ραίνουν με άνθη.
Ο επίσημος εορτασμός της απελευθέρωσης, όμως, θα γίνει δύο μέρες αργότερα. Στις 2 Νοεμβρίου, στην επιμνημόσυνη τελετή για τα θύματα της Κατοχής, θα μαζευτούν στην πλατεία Αγίας Σοφίας σχεδόν όλοι οι Θεσσαλονικείς. Μαζί τους και αντιπροσωπείες από τα χωριά που έγιναν ολοκαυτώματα. Μέσα σ’ ένα κλίμα ενότητας, γύρω από το ξύλινο κενοτάφιο θα συνυπάρξουν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, οι Έλληνες και οι Εγγλέζοι αξιωματικοί, οι
Ελασίτες και οι αντιστασιακοί.
Στη δοξολογία χοροστατεί ο εαμικός μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ, που βγάζει και ένα συγκινητικό λόγο. Συγκίνηση που κορυφώνεται όταν η χορωδία του πανεπιστημίου τραγουδά το «Επέσατε θύματα…».
Ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη η μάχη του Κιλκίς, η μεγαλύτερη και η φονικότερη που είχε διεξαχθεί έως τότε μεταξύ του ΕΛΑΣ και των αντιπάλων του, όπου περίπου 22.000 άντρες του ΕΛΑΣ, θα συντρίψουν -ακόμη και με σφοδρό βομβαρδισμό- 7.000-10.000 ένοπλους του κόσμου του δοσιλογισμού.
Η σύγκρουση αυτή θα σηματοδοτήσει με τον πιο τραγικό τρόπο το τέλος του κατοχικού εμφυλίου πολέμου στην Κεντρική Μακεδονία και ταυτόχρονα το τέλος του ενόπλου βασιλείου των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Η εξουσία της Θεσσαλονίκης θα περιέλθει για δεκαπέντε μέρες στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Στις 16 Νοεμβρίου καταφτάνουν οι πρώτοι Άγγλοι στρατιώτες και εγκαθίστανται οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας.
Παρόλα αυτά, το ΕΑΜ θα διατηρήσει μέχρι τις 17 Ιανουαρίου 1945 τον έλεγχο της πόλης, όταν ο E.Λ.A.Σ. θα αποσυρθεί με τη Συνθήκη της Βάρκιζας. Και θα συμβάλλει σημαντικά στο έργο της ανασυγκρότησής της. Επικεφαλής θα τεθεί εκλεγμένη Λαϊκή Επιτροπή, την τάξη θα αναλάβει η Εθνική Πολιτοφυλακή και επιτροπές θα διαχειρίζονται ζωτικούς τομείς της λειτουργίας της πόλης και των δημοτικών υπηρεσιών, την ύδρευση, τον επισιτισμό, τη συγκοινωνία κ.α.
Η ματωμένη επέτειος
«Η σημερινή ημέρα ας χαραχθεί εις το ημερολόγιό σας. Είναι η συμβολική εορτή της απολυτρώσεως», έλεγε στο κύριο άρθρο της η «Μακεδονία» ένα χρόνο αργότερα.
Μόνο που οι «εθνικόφρονες» είχαν άλλη άποψη. Όσοι μετά την απελευθέρωση της πόλης και στη διάρκεια του ελέγχου της από το ΕΑΜ είχαν λουφάξει, μέσα στο 1945 θα καταφέρουν να οργανωθούν. Άλλωστε, το γενικότερο κλίμα τους ευνοεί. Γι’ αυτό και δε θα διστάσουν να επιτεθούν και να αιματοκυλίσουν τις εκδηλώσεις για την πρώτη επέτειο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.
Ήδη από τις 26.10 το ΕΑΜ είχε ζητήσει άδεια για να τιμηθεί μαζικά η 30ή Οκτωβρίου. Ο γενικός διοικητής Χ. Φραγκίστας θα πει αργότερα ότι «την πρώτη επέτειoν της απελευθερώσεως η πόλις ώφειλε να την εορτάσει». Γι’ αυτό και οργανώνεται επίσημη δοξολογία στην Αγία Σοφία, έπαρση σημαίας στο Λευκό Πύργο και επιμνημόσυνη δέηση στο ‘Κόκκινο Σπίτι’ στις Σαράντα Εκκλησιές, συνήθη τόπο των εκτελέσεων επί Κατοχής.
Το ΕΑΜ έχει οργανώσει και δική του συγκέντρωση το απόγευμα στο γήπεδο του Ηρακλή με λόγους, ποιήματα, χορούς κτλ. Οι εθνικόφρονες όμως του ΕΜΕ (Εθνικό Μέτωπο Εργαζομένων), της ΒΕΝ (Βασιλική Εθνική Νεολαία) και της Πατριωτικής Ενώσεως θεωρούν τους εορτασμούς πρόκληση. Καταγγέλλουν τις αρχές ως «ευνοούσας» τους κομμουνιστές, ζητούν από την κυβέρνηση την άμεση αντικατάσταση του γενικού διοικητή Χ. Φραγκίστα, του δημάρχου Π. Λεβή, καθώς και ολόκληρου του δημοτικού συμβουλίου, μέλη του οποίου είχαν «σπουδαίαν Eαμικήν δράσιν». Απειλούν με αντισυγκέντρωση και κυκλοφορούν προκηρύξεις συνιστώντας «εις τους εθνικόφρονας εργάτας να μεταβούν εις τας εργασίας των» και προς τους εργοδότες να μη κλείσουν τα καταστήματα κτλ., μια και είχε προγραμματιστεί να κλείσουν στις 10.30 π.μ.
Την επόμενη μέρα, στις 11 π.μ., παρευρίσκονται στη δοξολογία στο ναό της Αγίας Σοφίας ολόκληρη η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, οι πρόεδροι των επιμελητηρίων, των συλλόγων, των οργανώσεων της πόλης, πρόξενοι κ.α. Στη συνέχεια οι επίσημοι μαζί με χιλιάδες λαού κατευθύνονται μέσω της Τσιμισκή προς το Λευκό Πύργο, όπου θα γινόταν η έπαρση της σημαίας.
Στη διασταύρωση Τσιμισκή και Π. Μελά, όμως, οι εθνικόφρονες είχαν οργανώνει αντισυγκέντρωση με συνθήματα και πανό για «μεγάλη Ελλάδα» κτλ. Με παρέμβαση του αστυνομικού διευθυντή Ξανθόπουλου, η πομπή περνάει, αλλά μέσω της παραλίας και της οδού στρατηγού Καλλάρη οι «διαφωνούντες» ξαναβγαίνουν στη Διαγώνιο.
Είναι η στιγμή που περνάνε τα μέλη της ΕΠΟΝ και άλλων εαμικών οργανώσεων. Οι εθνικόφρονες επιτίθενται με ρόπαλα και πέτρες και διασπούν την πορεία. Δε διστάζουν μάλιστα και να πυροβολήσουν, με αποτέλεσμα να σκοτώσουν έναν 25xρoνo κουρέα και να τραυματίσουν άλλα 12 άτομα.
Η αστυνομία εμφανίζεται καθυστερημένα, παρόλο μάλιστα που και μπροστά στην Αγία Σοφία υπήρξαν προκλήσεις με συνθήματα «Σόφια, Σόφια» κτλ., αλλά και παρόλο που υπήρξε οργάνωση των επεισοδίων πριν από μέρες, με περιοδείες στους συνοικισμούς.
Αμέσως μάλιστα μετά τα επεισόδια, «τα λεγόμενα ‘εθνικόφρονα’ κόμματα έστειλαν εις τας εφημερίδας έτοιμον ρεπορτάζ, γραφομηχανημένον», όπως καταγγέλλει η «Μακεδονία».
Με τηλεγράφημά τους προς τους πολιτικούς, 26 κόμματα και οργανώσεις εθνικοφρόνων ρίχνουν την ευθύνη στις «παρελάσεις με ανθελληνικά εμβλήματα και προκλητικά συνθήματα» και ζητούν την «άμεσον αvτικατάστασιv και εντός εικοσιτετραώρου απομάκρυνσιν ανικάνων οργάνων», εννοώντας το γενικό διοικητή Χ. Φραγκίστα, τον Γ. Μπακατσέλο, τον δήμαρχο Λεβή και τον αστυνομικό διευθυντή Ξανθόπουλο.
Η εφημερίδα «Μακεδονία» παίρνει θέση και καταγγέλλει ότι «η ευθύνη της προμελέτης βαρύνει ακεραία όλους αυτούς οι οποίοι υπογράφουν τα τηλεγραφήματα», αρκετοί -όπως αποδεικνύεται- εν αγνοία τους».
Κανείς δε συλλαμβάνεται, κανείς δεν τιμωρείται. Αντίθετα, οι εθνικόφρονες πετυχαίνουν να μην ξαναγιορταστεί η επέτειος. Το κλίμα άλλωστε της περιόδου τους ευνοεί. Προκειμένου να μην καρπωθεί τα πολιτικά οφέλη η Αριστερά, οι «υπερπατριώτες» προτιμούν να θάψουν για δεκαετίες την ίδια την επέτειο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς κατακτητές.
Φωτεινό διάλειμμα
Έπρεπε να περάσουν 37 χρόνια για να ξανατιμήσουν οι Θεσσαλονικείς τη δεύτερη απελευθέρωσή τους στον αιώνα μας. Στην κυβέρνηση βρίσκεται πια το ΠΑΣΟΚ, που αναγνωρίζει μέσω της Βουλής (17.8.82) την Εθνική Αντίσταση 1941-44. Στη θέση του δημάρχου Θεσσαλονίκης βρίσκεται ο αριστερός Θανάσης Γιαννούσης, που είχε αντικαταστήσει τον θανόντα Μιχάλη Παπαδόπουλο. Με το γιορτασμό της επετείου συμφωνεί και συμμετέχει και ο νεοεκλεγμένος δήμαρχος Θεοχάρης Μαναβής, καθώς και οι αριστεροί δήμαρχοι Σταυρούπολης, Αμπελοκήπων και Ευόσμου.
Ο επίσημος γιορτασμός οργανώνεται από το Δήμο Θεσσαλονίκης με τη συμμετοχή των αρχών, του νομάρχη Λ. Σακελλάρη, τις αντιστασιακές οργανώσεις κ.α. Άγημα και φιλαρμονική του στρατού συμμετέχει στην έπαρση της σημαίας στο Λευκό Πύργο, ενώ κατατίθενται και στεφάνια στις φυλακές του Επταπυργίου, στο Κόκκινο Σπίτι και στην πλατεία Ελευθερίας, στη μνήμη των Εβραίων μαρτύρων.
Ο εορτασμός συνεχίζει να πραγματοποιείται από το δήμαρχο Θ. Μαναβή μέχρι το 1986, όταν ο νεοδημοκράτης Σ. Κούβελας παίρνει το Δήμο. Κάθε εορτασμός της επετείου απαγορεύεται, όπως και η απλή έπαρση της σημαίας στο δημαρχείο. Πρόκειται για μια επέτειο που ενοχλεί.
Το υπουργείο Βορείου Ελλάδος και η ΤΕΔΚ θα συνεχίσουν να τιμούν την επέτειο, ώσπου μετά το 1989 χάνεται κάθε αναφορά στην απελευθέρωση της πόλης από τους Γερμανούς, λες και κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ. Θα επανέλθει ως μια αποστειρωμένη εκδήλωση στο ηρώο του Γ΄Σ.Σ., για να ακολουθήσει μια κάποια αναβάθμισή της.
Η πόλη όμως οφείλει να θυμάται. Και στην καλλιέργεια της ιστορικής της μνήμης πρέπει να συμβάλουμε όλοι, ώστε να ελπίζουμε πραγματικά ότι μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα διαφορετικό μέλλον.
*Ο Μιχάλης Τρεμόπουλος είναι συγγραφέας, δικηγόρος, πρώην ευρωβουλευτής και εκπρόσωπος Τύπου των Οικολόγων Πράσινων.