Του Γιάννη Βαρουφάκη
Τα πράγματα είναι απλά.
Το success story βασίστηκε σε δύο φούσκες που στήθηκαν το τελευταίο 18μηνο με την ενεργό συμμετοχή Βερολίνου-Φραγκφούρτης ώστε να φανεί πως η Κρίση του Ευρώ πέρασε – και τι καλύτερος τρόπος να αποδειχθεί αυτό από το να φανεί πως ακόμα και η Ελλάς βγαίνει από την κρίση!
Η μία ήταν η φούσκα των ομολόγων του δημοσίου και η έξοδός μας στις αγορές – υπό την κηδεμονία της ΕΚΤ.
Η άλλη ήταν η φούσκα των μετοχών των τραπεζών, που βασίστηκε στην πολιτική των στραβών ματιών στις μαύρες τρύπες στο εσωτερικό τους, σε κρυφές επιδοτήσεις τους από το πτωχευμένο δημόσιο και στην σπέκουλα επί αυτών των μετοχών που στήθηκε πάνω σε αυτή τη βάση.
Πιο πρόσφατα, όπως έγραφα εδώ, το πτωχευμένο κράτος μας προσπάθησε να μεταφέρει κι άλλους πόρους στους τραπεζίτες μέσα από τις λεγόμενες αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις. Στόχος ήταν να επιδοτηθούν περαιτέρω οι τραπεζίτες με εγγυήσεις του δημοσίου και να αυξηθούν τα κεφάλαιά τους τόσο ώστε να περάσουν τα τεστ αντοχής που κάνει τώρα η ΕΚΤ (η πολιτική των στραβών ματιών που προανέφερα). Παρά το γεγονός ότι το κράτος εγγυόταν μελλοντικά κέρδη των τραπεζιτών, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος, αυτή η κουτοπονηριά, αυτό το κόλπο του πολιτικού προσωπικού υπέρ των τραπεζιτών, δεν έπιασε. Τουλάχιστον δεν έπιασε με την πρώτη. Και δεν έπιασε επειδή η ΕΚΤ δεν αποδέχθηκε αυτές τις εγγυήσεις ως πραγματικά κεφάλαια.
Αυτή η αποτυχημένη προσπάθεια να προσμετηρθούν άλλα 9 δισ. στα κεφάλαια των τραπεζών έδωσε το έναυσμα για πωλήσεις τραπεζικών μετοχών, με αποτέλεσμα τη σημερινή εικόνα ενός Χρηματιστηρίου που βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις πτωχευμένες τράπεζες – και το οποίο ανεβαίνει μόνο όσο οι φούσκες που χτίζονται με τα χρήματα των φορολογούμενων φουσκώνουν. Κάνουν να σκάσουν οι φούσκες που συντηρεί ο εξουθενωμένος φορολογούμενος και αμέσως το Χρηματιστήριο επιστρέφει στην πικρή πραγματικότητα.
Η κυβέρνηση αντέδρασε τις προηγούμενες μέρες με τρόπο απίστευτο: για να καθησυχάσει τις τράπεζες, και να ξαναφουσκώσει το Χρηματιστήριο, ανακοίνωσε ότι σκέφτεται τις εγγυήσεις για τις αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις να τις καταβάλει με γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου (T-billis), ώστε να αποδεχθεί αυτά τα ποσά η ΕΚΤ ως κεφάλαια των τραπεζών. Ακόμα και να πει το μεγάλο «Ναι» η ΕΚΤ, θα καταφέρει η συγκυβέρνηση να αναστήσει τη φούσκα των τραπεζικών μετοχών και, γενικότερα, του Χρηματιστήριου; Ίδωμεν.
Αυτό που ξέρουμε μετά βεβαιότητας είναι ότι, με αυτή τη νέα κουτοπονηριά, αυξάνεται κι άλλο το κόστος για το δημόσιο καθώς αυτά τα γραμμάτια αποτελούν ακριβό και πολύ βραχυπρόθεσμο δανεισμό του κράτους. Το καταλαβαίνουν αυτό οι χρηματιστές και, παρά το γεγονός ότι ανακουφίστηκαν που οι τραπεζίτες μάλλον θα πάρουν αυτά τα 9 δισ., αρχίζουν να ανησυχούν για το success story της κυβέρνησης και το κατά πόσον το εκλεκτό τους δίδυμο Σαμαρά-Βενιζέλου θα επανεκλεγεί εάν η ολοφάνερη επιβάρυνση του δημόσιου χρέους θα έχει σκάσει την πρώτη φούσκα – η φούσκα της εξόδου στις αγορές.
Δεν χρειάζεται και πολύ σκέψη για να διαπιστώσουν, ακόμα και οι πιο άφρονες των «αγορών», ότι το success story διαλύεται στα εξ ων συνετέθη – και μαζί του η πιθανότητα επιβίωσης μιας κυβέρνησης που συντηρεί αυτές τις φούσκες με δανεικά. Και τι αποφασίζουν να κάνουν, ως αντίδραση (με αγαστή σύμπραξη με τη συγκυβέρνηση); Μα να πουν πως φταίει ο… ΣΥΡΙΖΑ που υπονομεύει το success story της πατρίδας μας.
ΔΝΤ
Μέσα σε όλα αυτά, εντάσσεται και η θλιβερή φιλολογία περί εξόδου από το ΔΝΤ. Πρόκειται για άλλη μια κουτοπονηριά. Σας θυμίζω ότι ο λόγος που το ΔΝΤ μπήκε στην ζωή μας ήταν ότι, αφού το ελληνικό δημόσιο χρεοκόπησε στις αρχές του 2010, απαίτησε τη «συμμετοχή» του στην «διάσωση» της Ελλάδας η κ. Μέρκελ, ώστε να περάσει από τη δική της Βουλή τις συμβάσεις των Μνημονιακών μας δανείων. Δανείων που το ίδιο το ΔΝΤ κατέληξε, δυο χρόνια μετά, να χαρακτηρίζει μη βιώσιμα και να προσφέρει στην ελληνική κυβέρνηση τη δυνατότητα κοινής απαίτησης από τη Γερμανία για κούρεμά τους -μια προσφορά που η κυβέρνηση, με το αμίμητο «forget it Yannis» που ανέφερε ο κ. Στουρνάρας ως λόγο απόρριψης, δεν εκμεταλλεύτηκε.
Ανεξάρτητα πολιτικής τοποθέτησης, υπό το πρίσμα των πιο πάνω, ο κάθε νηφάλιος παρατηρητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι το ζητούμε το να φύγει τώρα το ΔΝΤ, πριν το δημόσιο χρέος, οι τράπεζες και ο ιδιωτικός τομέας ξεφύγουν από την τριπλή χρεοκοπία. Αν δεν υπάρξει πραγματική διαπραγμάτευση που θα καταλήξει σε νέα συμφωνία που θα βγάλει την χώρα από την μόνιμη χρεοκοπία στην οποία βρίσκεται, η αποχώρηση του ΔΝΤ θα είναι αρνητική εξέλιξη – καθώς το ΔΝΤ δείχνει πιο λογικό και συζητήσιμο από την κ. Μέρκελ και την ΕΚΤ, τους οποίους θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε κατόπιν χωρίς καν τη διαμεσολάβιση του κάπως πιο λογικού ΔΝΤ. (Ναι, εκεί φτάσαμε ως Ευρώπη: Το ΔΝΤ να είναι πιο λογικό από τα όργανα της Ε.Ε.!)
Τι τη νοιάζει όμως την συγκυβέρνηση αυτό; Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι το προπαγανδιστικό όφελος του να ζητωκραυγάσει «Διώξαμε το ΔΝΤ κι εσείς οι παλαιο-κομουνιστές θέλετε να το κρατήσετε. Ψήφισέ μας λαέ.» Το μόνο καλό σε αυτή την υπόθεση είναι ότι οι φούσκες του success story δεν φαίνονται αρκετά ανθεκτικές για να παρασύρουν τον ελληνικό λαό.