Όταν προκαλείται στύση κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής διέγερσης, μια ουσία που ονομάζεται μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ) απελευθερώνεται στο σπηλαιώδες σώμα του πέους Αγορα Σιαλις Ελλάδα Αθήνα. Αυτή η απελευθέρωση του μονοξειδίου του αζώτου οδηγεί σε αύξηση ενός μεσολαβητή που επιτρέπει τη στύση.
Uncategorized

Ποιο είναι το θέμα του «Φιλοκτήτη»;

του Σωτήρη Ζήκου (protagon.gr)

Τι «έστιν ουν τραγωδία» σήμερα; Μια θεατρική πράξη μίμησης… σπουδαίων έργων μιας άλλης εποχής; Διότι, ως γνωστόν, η τραγωδία υπήρξε ένα θεατρικό είδος που δεν γράφεται πια, εδώ και αιώνες. Τα έργα αυτά γράφτηκαν, κάποτε, διαπραγματευόμενα δράσεις και λόγους που εμφανίζονται σε οριακές ανθρώπινες καταστάσεις, στις οποίες οι πράξεις των ηρώων τους -κινούμενες ανάμεσα στο ανεπανόρθωτο και το απρόβλεπτο- έθεταν ζωτικά ερωτήματα που δίχαζαν το θεατή, καθώς οι πρωταγωνιστές αντιμάχονταν με ένταση, ενώπιόν του, εκπροσωπώντας δύο αντίθετες ισχυρές θέσεις (ιερά χρέη / δίκαια / αρχές), ανοίγοντας μια ρωγμή προς το… Χάος. Και γι’ αυτό μπορούσαν να προκαλέσουν δέος και θαυμασμό για τις στιγμές μεγαλείου και πτώσης του («δρώντος» και «πάσχοντος») τραγικού ανθρώπου, που ήταν αναγκασμένος, θέλοντας και μη, να αναλάβει την ευθύνη να δράσει και, αναπόφευκτα, να πληρώσει το τίμημα. Όπως η Αντιγόνη και ο Κρέοντας, ας πούμε, που είναι τόσο αδιάλλακτοι και οι δυο μες στο πάθος με το οποίο υπερασπίζονται τις επιλογές τους / αρχές τους, και ταυτόχρονα τόσο απαράδεκτα άδικοι (τυφλοί ως προς την ύβρη που διαπράττουν) ο ένας απέναντι στο εξίσου ισχυρό δίκαιο του άλλου. Εμπαθείς και μοιραίοι στην επιμονή / εμμονή τους, στο εγωιστικό, καταστροφικό και αυτοκαταστροφικό, στο δικό του «μόνος φρονείν» ο καθένας, που λέει ο χορός.

Από τις σωζόμενες αρχαίες αθηναϊκές τραγωδίες, η εποχή μας εδώ και χρόνια μάλλον προτιμά περισσότερο εκείνες του Ευριπίδη, λιγότερο του Σοφοκλή κι όλο και πιο σπάνια του Αισχύλου (με εξαίρεση τους «Πέρσες»). Και συνήθως για άλλους λόγους πέρα από τη δραματουργική τους αξία.

Από τις παραστάσεις αυτών των έργων, συνήθως θεωρούνται καλές, αποδεκτές, όσες καταφέρνουν και διατηρούν μια ουδετερότητα ύφους στην «όψη» και τις ερμηνείες των ηθοποιών (ούτε αρχαιοπρεπής στόμφος και χλαμύδες αλλά ούτε εξπρεσιονιστικοί μοντερνισμοί), αυτές που έχουν σύντομη διάρκεια, ρυθμό στην εκφορά του λόγου του κάθε ρόλου και μια σχετική φαντασμαγορία στις παρουσιάσεις του χορού… Και βέβαια αυτές που κυρίως διαθέτουν μια πλειάδα γνωστών συντελεστών (συνήθως αναγνωρίσιμων ηθοποιών) που συμπράττουν σ’ ένα άρτιο, αισθητικά, αποτέλεσμα -σε επίπεδο θεάματος.

Εκείνο όμως, που λάμπει συνήθως, δια της απουσίας του, τα τελευταία χρόνια, είναι η «αιτία» (επιλογής του έργου): μια πειστική δραματουργική «ιδέα» που προκύπτει μέσα από το ίδιο το αρχαίο κείμενο και που μπορεί να εμπνέει και να κατευθύνει τη σκηνοθεσία προς ένα «σύγχρονο ανάλογο» -στη δημιουργία μιας «γέφυρας» με σημερινές καταστάσεις που αφορούν το σημερινό κοινό.

Ακόμη κι όταν κάποιοι επισημαίνουν αυτή την έλλειψη «θέματος» ή την έκλειψη «αιτίας», την αποδίδουν όχι βέβαια στα έργα, που θεωρούνται εκ προοιμίου «αθάνατα» και «διαχρονικά», ούτε στο κοινό (που ως πελάτης έχει πάντα δίκιο), αλλά στους συντελεστές της παράστασης. Και κανείς δεν αναρωτιέται, μήπως τα έργα αυτά, όπως κι αν ανα-παρασταθούν, δεν έχουν τίποτα πια να πουν σ’ ένα κοινό (σαν το) σημερινό.

Ο Γιώργος Κιμούλης το έχει πει, κατηγορηματικά: «Ο τραγικός άνθρωπος έχει πεθάνει. Φοβάμαι πως αρχίζει να χάνεται και ο δραματικός άνθρωπος, ο οποίος δεν αντικαθίσταται από τον άνθρωπο του γέλιου, αλλά από αυτόν της πλάκας. Ό,τι χειρότερο δηλαδή».

(Το ότι και ο ίδιος, έχοντας συνείδηση της απουσίας ερείσματος του τραγικού στοιχείου στην εποχή μας, εξακολουθεί να ανεβάζει, τα καλοκαίρια, και παραστάσεις αρχαίου τραγικού δράματος -«χωρίς αιτία», όπως τη «Μήδεια», αλλά και τον «Οθέλλο» του Σαίξπηρ, σκηνοθετημένο από τον ίδιο, σαν να ήταν περίπου κατά τα τρία τέταρτα κωμωδία και κατά το υπόλοιπο σαν μια δραματική υστερία, θα έπρεπε να προκαλεί απορία.)

Από την άλλη πάλι, στη φετινή παράσταση του έργου του Σοφοκλή «Φιλοκτήτης», ενώ ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ως ηθοποιός σκηνοθέτησε άψογα τον εαυτό του (όπως στις καλύτερες παραστάσεις του), δίνοντας έμφαση στο ρυθμό επαναφοράς του λόγου του και τις χαμηλές εντάσεις της φωνής του, καταφέρνοντας έτσι να κρατήσει την προσοχή του κοινού και μια ισόρροπη συμμετρία με τους αντιστικτικούς -ομολογουμένως!- σωματικούς περισπασμούς της κινησιολογίας των δρώντων προσώπων πάνω σε υπερυψωμένες τραμπάλες… πάλι δεν κατάλαβα ποιο ήταν -στην προκειμένη- το θέμα; Το θέμα, θέλω να πω, το οποίο αναδεικνύει αυτή η παράσταση σαν λόγος και πράξη επί σκηνής και το οποίο θέμα θα πρέπει να μας αφορά. Μήπως, ας πούμε, ο αποκλειστικός και απο-κλεισμένος στις δικές του αξίες, εν καιρώ πολέμου, κόσμος των ανδρών; (Λέμε τώρα!). Καθώς δεν υπάρχει κανένας ρόλος γυναικών… όχι μόνο σαν παρουσία επί σκηνής, αλλά ούτε καν σαν μια ονομαστική αναφορά, σημαντική. Έστω κι έτσι… Ε, και λοιπόν;

*Ο Σωτήρης Ζήκος είναι δημοσιογράφος – κριτικός κινηματογράφου (μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου).

σχετικές αναρτήσεις

1 από 1.162

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *