Του Παντελή Μπουκάλα
Οι πανηγυρισμοί για τους ποδοσφαιρικούς θριάμβους κρατούν όσο και η ευφορία έπειτα από τη διπλωματική και πολιτική επιτυχία μιας χώρας σε κάποια σύνοδο κορυφής. Η ζωή παραμένει σκληρή. Το ξέρουμε καλά οι Ελληνες, το ξέρουν καλύτερα απ’ όλους οι Ισπανοί: Τα αλλεπάλληλα τρόπαια σε Γιούρο και Μουντιάλ δεν έσωσαν τους Ιβηρες και η χρεία τούς οδήγησε και αυτούς να κουρταλούν ξένες θύρες. Για κοινοτοπία πρόκειται. Και κοινότοπο επίσης είναι ότι το ποδόσφαιρο υπηρετεί τη φιλία των λαών όσο υπηρετεί τη συναδέλφωση των ευρωπαϊκών εθνών η λειτουργία μιας Ευρωπαϊκής Ενωσης διχασμένης, ποδηγετούμενης από μονομελή άξονα και πορευόμενης δίχως έμπνευση και σχέδιο και δίχως άλλο όραμα από τη διάσωση (τουτέστιν τον πλουτισμό) των τραπεζών της.
Το ζήτημα δεν είναι ότι παραμένουμε Ελληνες, Ιταλοί, Γερμανοί κ.ο.κ. Αυτό και φυσικό είναι και πολιτισμικά αναγκαίο. Το ζήτημα είναι ότι βαθαίνει συνεχώς το χάσμα όχι μόνο ανάμεσα στις εθνικές ηγεσίες (με τη διάκρισή τους σε άρχουσες και παραπληρωματικές), αλλά και ανάμεσα στους λαούς. Η περιλάλητη «ευρωπαϊκή συνείδηση» είναι φασματική όσο η επίσης περιλάλητη «φορολογική συνείδηση» ημών των Ελλήνων. Το χάσμα αυτό εμφανίστηκε πεντακάθαρα με το Γιούρο. Και όσο εύκολα και επιπόλαια κι αν θεωρούν ορισμένοι τα συναισθήματα που εκλύονται με αφορμή τα παιχνιδίσματα της μπάλας, η αλήθεια είναι ότι σημαίνουν πολλά, ακριβώς επειδή είναι αυθόρμητα και αυθεντικά.
Οπως λοιπόν δεν είναι αδιάφορος ο συνθηματολογικός ρατσισμός που εκδηλώθηκε και σε πολωνικά και ουκρανικά γήπεδα, έτσι δεν είναι αδιάφορος ο αλαζονικός γερμανικός «ουμπεραλισμός» και ο νοτιοευρωπαϊκός (και όχι μόνον) αντιγερμανισμός, που μορφοποιήθηκαν με αφορμή κυρίως τους αγώνες της γερμανικής ομάδας με την ελληνική και την ιταλική. Ο αντιγερμανισμός αυτός (αντίδοτο στη χυδαιότητα αρκετών γερμανικών μέσων ενημέρωσης) δεν θρονιάστηκε μόνο στα πρωτοσέλιδα των ελληνικών εφημερίδων και στα γλωσσικώς απελευθερωμένα σχόλια των ιστοσελίδων μας αλλά και στα ιταλικά μίντια, στα ισπανικά, ακόμα και στα «ουδέτερα» – αν υπάρχουν ουδέτεροι στους πολέμους, έστω τους συμβολικούς, όπως ο ποδοσφαιρικός.
Ενώ πολλοί Γερμανοί διανοούμενοι ανησυχούν για την αυτοκρατορική συμπεριφορά της πατρίδας τους, που αναξέει πληγές, η γερμανική ηγεσία και οι λαϊκιστικοί εκφραστές της (η «Μπιλντ» λ.χ.) αδιαφορούν για το γεγονός ότι η Ιστορία εξακολουθεί να βοά. Επηρμένοι, ηγεμονικοί και προσβλητικότατα είρωνες, αδιαφορούν για το γεγονός ότι στην Ιταλία, την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Πολωνία και τόσες άλλες χώρες της Ευρώπης ζουν ακόμα άνθρωποι με βαρύτατα τραυματισμένη μνήμη από τους Γερμανούς μιας άλλης εποχής. Προφανώς και δεν πρόκειται για το δόγμα της συλλογικής ή μάλλον της φυλετικής και κληρονομούμενης ευθύνης. Μολαταύτα, ο κερδοφόρος γερμανικός ετσιθελισμός (επιτομή του οποίου είναι η ρήση της κ. Μέρκελ πως όσο ζει δεν θα υπάρξουν ευρωομόλογα) ξυπνάει εφιάλτες και φαντάσματα. Εκείνα τα φαντάσματα που θυμίζουν από ποιον εφιάλτη ξεκίνησε η Ευρώπη, αναζητώντας την κοινοπολιτεία της