Α η νύχταις του Γεννάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείναις ταις στιγμαίς και σ’ ανταμόνω,
κι’ ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι’ ακούω τα πρώτα.
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφίνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική –
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, παν τα σπίτια, παν τα φώτα·
σβύνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης