«Καμμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει ανοσία απέναντι σε μια μοίρα σαν αυτή που χτύπησε την Ελλάδα», λέει μιλώντας αποκλειστικά στο ΒΗΜΑ η Μάρχα Βαλέντα, καθηγήτρια Ιστορίας της Πολιτικής στο πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ. Ειδική σε ζητήματα ευρωπαϊκής ενοποίησης, εκτιμά επίσης ότι «η κρίση στην ευρωζώνη δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τεχνοκρατικές λύσεις».
– Πόσο αναμενόμενη, και αναπόφευκτη, ήταν η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, μέσα στο ευρώ;
«Αυτό που έγινε στην Ελλάδα ”υποτίθεται” ότι δεν θα συνέβαινε, ότι ήταν κάτι που δεν θα μπορούσε καν να συμβεί. Πριν από πέντε χρόνια, η ιδέα ότι μια ευρωπαϊκή χώρα, πλήρως ενσωματωμένη στην ευρωζώνη, θα μπορούσε να βρεθεί ένα βήμα πριν από την χρεοκοπία θα ήταν αδιανόητη, ακριβώς όπως ήταν αδιανόητη η κατάρρευση των τραπεζών στην Ισλανδία και την Ιρλανδία, μέχρι που συνέβη.
Υπό αυτή την έννοια, ήταν γεγονότα, τα οποία δεν ανέμεναν οι οικονομικές δομές που έχουμε, ούτε μπόρεσαν να τα αντιμετωπίσουν από την αρχή, και με αποφασιστικότητα, εκείνοι που δημιουργούν και συντηρούν αυτές τις δομές».
– Γιατί άργησε τόσο πολύ να αντιδράσει η ΕΕ;
«Επειδή ερμηνεύουμε, ακόμη, τα ελλείμματα σαν ”εθνικά” αντί σαν ”ευρωπαϊκά”, και έτσι τη στιγμή ακριβώς που είναι αναγκαία μια μεταβίβαση χρημάτων, καθυστερεί ή μπλοκάρεται. Την στιγμή που χρειαζόμαστε ”αλληλεγγύη” – για τον απλό λόγο ότι είμαστε μία αγορά – γινόμαστε ”εθνικιστές”. Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα: για να λειτουργήσουμε – ομάλα – σαν μια οικονομική ένωση, χρειαζόμαστε αυτόματη αλληλεγγύη, που δεν θα εμποδίζεται από ηθικολογικούς πολιτικούς θεατρινισμούς.
Οι επιπτώσεις αυτής της αποτυχίας επηρεάζουν σκληρά την Ελλάδα και ελαφρά ακόμη τις πιο πλούσιες και σταθερές οικονομίες. Αλλά ακόμη και εδώ, στην Ολλανδία, είδαμε ότι ο κόσμος σοκαρίστηκε, όταν φάνηκε ότι χωρίς περαιτέρω περικοπές, το έλλειμμά μας θα έφτανε στο 4,5%. Και πάλι, αυτό δεν ήταν αναμενόμενο. Βεβαίως, φαίνεται απίθανο ότι χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία θα καταστραφούν οικονομικά στο εγγύς μέλλον, όπως η Ελλάδα σήμερα.
Αλλά, όταν σκεφθούμε τις κρίσεις στις ΗΠΑ και την ευρωζώνη – πόσο ξαφνικά και απροσδόκητα χτύπησαν και πόσο βαρύ είναι το τίμημα – δεν πιστεύω ότι θα πρέπει να υποθέτουμε ότι κάποια χώρα έχει ανοσία, όσο ”υπεύθυνα” και αν ακολουθεί δημοσιονομικούς κανόνες, οι οποίοι, σε μεγάλο βαθμό, είναι αυθαίρετοι».
– Τί εννοείτε;
«Πολλές από τις αποφάσεις που λαμβάνονται βασίζονται στον φόβο και την επιθυμία να ελεγθεί η οικονομική διαδικασία μέσω ”απόλυτων” συμφωνιών, που εμπεριέχουν έναν βαθμό αυθαιρεσίας: η απόφαση, λόγου χάρη, ότι τα ευρωπαϊκά κράτη δεν πρέπει να έχουν χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ. Δεν είναι σαφές γιατί επελέγη ακριβώς αυτό το ποσοστό: η Ιαπωνία, ας πούμε, έχει εδώ και καιρό χρέος στο 230% του ΑΕΠ, και όμως παραμένει οικονομικώς σταθερή.
Η Ισπανία, από την άλλη, είχε συμμορφωθεί πολύ – περισσότερο από ό,τι η Γερμανία – στο ευρωπαϊκό σύμφωνο σταθερότητας για έλλειμμα που δεν θα έπρεπε να ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ, και όμως αυτό δεν απέτρεψε την οικονομική κρίση που την χτύπησε.
Αυτοί οι άκαμπτοι κανόνες, στη λογική ότι το ίδιο κοστούμι κάνει σε όλους, κρύβουν κρίσιμες διαφορές ανάμεσα στις χώρες μέλη της ευρωζώνης, για την επίλυση των οποίων δεν έχουμε αυτή τη στιγμή τα αναγκαία εργαλεία: κυρίως έναν κεντρικό προϋπολογισμό που θα αναδιένεμε αυτομάτως χρήματα σε περιοχές της ευρωζώνης με κρίση ελλείμματος».
– Η λύση μπορεί να είναι τεχνοκρατική;
«Για να επιτύχουμε ως οικονομική κοινότητα, πρέπει να επιτύχουμε σαν πολιτική κοινότητα: αλλά οι ηγέτες μας δεν τολμούν να μας το πουν. Αντ’ αυτού, προτείνουν τεχνοκρατικές λύσεις για πολιτικά προβλήματα.
Το αποτέλεσμα είναι προβλήματα δημοκρατίας και αλληλεγγύης, όχι μόνο ανάμεσα σε ευρωπαϊκά κράτη, αλλά και στο εσωτερικό των κρατών. Βλέπουμε σε διάφορες χώρες – ανάμεσά τους στις πιο πλούσιες και οικονομικώς σταθερές – ότι η λαϊκίστικη πολιτική του φόβου, του αποκλεισμού και των διακρίσεων τα πάει ανησυχητικά καλά.
Και όμως, σε ένα εναλλακτικό σενάριο, η κρίση στην ευρωζώνη θα μπορούσε να ενθαρρύνει και να στηρίξει τον εκδημοκρατισμό. Με δεδομένο ότι πρόκειται για κρίση, υπάρχουν δυνατότητες για νεωτερισμούς, πειραματισμούς και δεσμεύσεις, κάτι που συνήθως δεν συμβαίνει. Αντί για αυτό, όμως, κυριαρχεί ένα γενικευμένο άγχος ότι δημοκρατικές πρωτοβουλίες θα εμποδίσουν τις τεχνοκρατικές λύσεις που έχουν επιβληθεί».