Το ερώτημα είναι αν τα σοσιαλιστικά κόμματα θα αρκεστούν στον ρόλο ενός εναλλακτικού διαχειριστή της εξουσίας ή αν θα επιστρέψουν στις ρίζες τους
Το τελευταίο διάστημα τα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα βρέθηκαν πράγματι σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, το σημαντικότερο ίσως στην ιστορία τους. Οι οικονομικές συνθήκες είναι εξαιρετικά δυσμενείς, το πολιτικό σύστημα, κυριαρχούμενο από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, διέρχεται μια πρωτοφανή κρίση αξιοπιστίας, τα θεμελιώδη δικαιώματα βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα και οι πολίτες παρατηρούν αποσβολωμένοι τις εξελίξεις να έρχονται με ρυθμό χιονοστιβάδας. Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν περιθώρια αναβλητικότητας, υπεκφυγών και μεσοβέζικων λύσεων. Τα ζητήματα έχουν ήδη τεθεί, τα διλήμματα είναι γνωστά και είναι η ώρα των μεγάλων αποφάσεων.
Κατ’ αρχάς, τα σοσιαλιστικά κόμματα καλούνται να λάβουν ξεκάθαρη θέση στο υπαρξιακό τους ζήτημα: θα αρκεσtούν στον ρόλο ενός εναλλακτικού διαχειριστή της εξουσίας, όπως συμβαίνει εν πολλοίς έως τώρα, ή θα ξαναγυρίσουν στις ρίζες τους, προτάσσοντας και πάλι το αίτημα της κοινωνικής -δηλαδή της ολόπλευρης- δημοκρατίας; Η πρώτη επιλογή είναι φανερό ότι αποδείχtηκε καταστροφική, διότι οδήγησε στην ισοπέδωση των διαχωριστικών γραμμών, στην άνευ όρων παράδοσή τους στην κρυφή γοητεία των «αγορών» και στη βαθύτατη ενσωμάτωσή τους σε καθεστωτικές νοοτροπίες και πρακτικές. Αν, λοιπόν, τα σοσιαλιστικά κόμματα θέλουν να διαδραματίζουν ρόλο και στο μέλλον, η δεύτερη επιλογή είναι μονόδρομος, διότι, πέραν των άλλων, είναι και η μόνη που μπορεί να ξαναδώσει στην πολιτική νέο νόημα και περιεχόμενο, βάθος και προοπτική.
Μια τέτοια επιλογή, βέβαια, σημαίνει, πρώτα και πάνω από όλα, την ιδεολογικοπολιτική αφύπνισή τους, προκειμένου να συγκροτήσουν έναn λόγο ριζικής αμφισβήτησης του «φονταμενταλισμού των αγορών» και του «αχαλίνωτου καπιταλισμού», που κυριαρχούν σήμερα. Σημαίνει όμως, ταυτόχρονα, ότι ο λόγος αυτός πρέπει να διατυπωθεί με σύγχρονους όρους και με αίσθηση ρεαλισμού, αποσυνδεόμενος αποφασιστικά από τα αναμασήματα των ιδεολογικών εμμονών, των στείρων βεβαιοτήτων και των παρωχημένων στερεοτύπων που χαρακτηρίζουν τον πολιτικό παλαιοημερολογιτισμό μιας μερίδας της σύγχρονης Αριστεράς. Η σύγχρονη πραγματικότητα είναι εξαιρετικά σύνθετη και πολύπλοκη για να χωρέσει σε αφελείς και απλουστευτικές αναλύσεις.
Το δεύτερο -και συναφές- μείζον ζήτημα αφορά τις προτεραιότητες των σύγχρονων σοσιαλιστικών κομμάτων. Απέναντι στην ενορχηστρωμένη και ολομέτωπη επίθεση που δέχονται σήμερα οι κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις του παγκόσμιου προοδευτικού κινήματος, η πρώτη προτεραιότητα είναι αναμφισβήτητα η άμυνα. Η οργάνωση, δηλαδή, των αναγκαίων αντιστάσεων απέναντι στις πιέσεις των διαβόητων «αγορών», οι οποίες, ενώ προκάλεσαν την κρίση, λόγω της ασυδοσίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, διεκδικούν τώρα να τη διευθετήσουν με τους όρους και υπό την επικυριαρχία τους, επιβάλλοντας την ίδια μονοδιάστατη οικονομική αντίληψη που οδήγησε στην καταστροφή. Ωστόσο, και επειδή η άμυνα από μόνη της μπορεί απλώς να οδηγήσει σε μια απέλπιδα μάχη οπισθοφυλακής, τα σοσιαλιστικά κόμματα οφείλουν ταυτόχρονα να οργανώσουν συστηματικά και σε βάθος μια διαρκή αντεπίθεση, με στόχο τη συνολική και ριζική ανατροπή των διεθνών συσχετισμών, που έως σήμερα έχουν αποβεί συντριπτικά υπέρ των «αγορών», των θεσμικών προεκτάσεων και των πολιτικών υποχειρίων τους. Με άλλα λόγια, τα σοσιαλιστικά κόμματα πρέπει να απαιτήσουν, μέσω συστηματικών και μαχητικών διεκδικητικών αγώνων, τον δημοκρατικό έλεγχο της σύγχρονης -παγκοσμιοποιημένης εν πολλοίς- οικονομικής πραγματικότητας, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση, την αποκατάσταση μιας νέας ισορροπίας αφενός μεταξύ οικονομίας και πολιτικής και αφετέρου μεταξύ εξουσίας και ελευθερίας.
Αυτή η προσπάθεια, πάντως, προϋποθέτει, προεχόντως, την οργάνωση νέων ευρειών κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, σε πανευρωπαϊκό -και εν δυνάμει σε παγκόσμιο- επίπεδο, που θα συγκροτήσουν ένα νέο μέτωπο κοινωνικής προόδου και δημοκρατικής ευθύνης. Μόνο ένα τέτοιο μέτωπο μπορεί μακροπρόθεσμα να δώσει νέα δυναμική στα σοσιαλιστικά κόμματα, όχι μόνον αναβαπτίζοντάς τα στις σταθερές και γνήσιες αξίες της πολιτικής δημοκρατίας, της προσωπικής ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και εμβολιάζοντας με αυτές, στη συνέχεια, τους υπό διαμόρφωση θεσμούς της ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης. Τους θεσμούς, δηλαδή, που αποτελούν, παρά τις αντιφάσεις και τις αντιξοότητες, την μόνη ελπίδα να οργανωθεί ένα πράγματι αποτελεσματικό αντίβαρο απέναντι στην ολιγαρχία των «αγορών» και των πανίσχυρων ιδιωτικών εξουσιών, το φάντασμα της οποίας πλανάται ήδη πάνω από τον κόσμο…
Ο Γιώργος Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Εφημερίδα Έθνος της Κυριακής